26/11/15

Greeklish: Απειλή για την Ελληνική γλώσσα!

Τα greeklish (γκρικλις) από τις λέξεις greek (Ελληνικά) και english (Αγγλικά), είναι η Ελληνική γλώσσα γραμμένη σε λατινικό αλφάβητο.


Πολλοί είναι σήμερα εκείνοι που χρησιμοποιούν αυτό το είδος γραφής στις συνομιλίες τους στο διαδίκτυο, στην ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω κινητού ή ακόμη και στη καθημερινή τους γραφή κάποιες φορές.  

Τα greeklish είναι ένα είδος γραφής που δε χρειάζεται να γνωρίζεις ορθογραφία, αλλά ούτε και να βάζεις στις λέξεις τόνους. Βέβαια μπορεί να είναι ορθογραφικά ή φωνητικά, όμως ο περισσότερος κόσμος χρησιμοποιεί ένα μικτό σύστημα που συνδυάζει το θέμα της ορθογραφίας με αυτό της φωνητικής απόδοσης, χωρίς βέβαια η γραφή να έχει ισχυρή τυποποίηση (π.χ. η φράση "θα έρθω", στη γραφή των greeklish γράφεται συνήθως "tha erthw").

Η πλειοψηφία αυτών που χρησιμοποιούν greeklish στις συνομιλίες τους στο ίντερνετ και στο κινητό, είναι κυρίως άτομα νεαρής ηλικίας, που σύμφωνα με μαρτυρίες τους, χρησιμοποιούν αυτο το είδος γραφής γιατί είναι πιο εύκολο και πιο γρήγορο.

Υπάρχουν ιστοσελίδες γραμμένες σε greeklish, ακόμη και βιβλία όπως αυτό με τίτλο "Exegesis" που έχει εκδοθεί από το 2000 από τις εκδόσεις "Οξύ".

Ποιές είναι όμως οι συνέπεις στην Ελληνική γλώσσα μιας τέτοιας γραφής;

Σε άτομα μικρής ηλικίας και ιδίως παιδιά, μια τέτοια γραφή έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ορθογραφία. Υπάρχουν πολλά παιδιά που χρησιμοποιώντας greeklish στη καθημερινή τους επικοινωνία με άλλα άτομα στον υπολογιστή, σιγά σιγά εθίζονται στο συγκεκριμένο τρόπο γραφής, με αποτέλεσμα να βλέπεις λέξεις όπως το ρήμα "ξέρω" να το γράφουν "κσέρω" ή σε όλες τις λέξεις να χρησιμοποιούν μόνο το φωνήεν "ι" σε λέξεις που γράφονται με "η" κ.α.

Συνολικά σύμφωνα με στατιστικές το 77,4% των μαθητών χρησιμοποιούν greeklish, με σημαντική αύξηση μεταξύ γυμνασίου και λυκείου (67,8% στο γυμνάσιο και 88,5% στο λύκειο), ενώ τα ευρήματα δείχνουν ότι η χρήση τους αρχίζει από το δημοτικό.

Περίπου οι μισοί δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν από 2 εως 4 χρόνια, πάνω από το 63% τα χρησιμοποιούν καθημερινά, ενώ σε ποσοστό 15,7% δήλωσαν πως τα χρησιμοποιούν ακόμακια σε χειρόγραφα όπως προσωπικές σημειώσεις και εργασίες σχολείου.

Σε ότι αφορά τους λόγους χρήσης, η πλειοψηφία (83,9%), δήλωσε πως τα χρησιμοποιεί από συνήθεια, το 75,8% για εκοικονόμηση χρόνου, το 71,4% τα θεωρεί βολικό εργαλείο, ενώ το 33, 9% χρησιμοποιεί greeklish λόγω "μόδας".

Σε όλα αυτά αξίζει τέλος να σημειώσουμε πως το 38,7% των μαθητών χρησιμοποιεί greeklish για να αποφεύγει τα ορθογραφικά λαθη!

Το παράδοξο σε όλα αυτά είναι ότι 6 στους 10 μαθητές θεωρούν πως τα greeklish απειλούν την Ελληνικη γλώσσα, ενώ την ίδια άποψη έχει και το 64,3% των φιλολόγων.

Η χρήση των greeklish παρατηρούμε ότι αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.
Ο κίνδυνος να χαθεί η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου είναι πλεόν ορατός και με την πάροδο των χρόνων συνεχώς αυξάνεται. Οι μαθητές σχεδόν έχουν "καταργήσει" τον τονισμό στα γραπτά τους, ενώ τα ορθογραφικά λάθη "δίνουν και παίρνουν". Μήπως θα πρέπει σιγά σιγά οι εμείς εκπαιδευτικοί και μετέπειτα οι γονείς να δραστηριοποιηθούμε και να ενημερωθούμε πάνω σε αυτό το πρόβλημα ακόμη περισσότερο ώστε αν όχι να σταματήσει αυτό το φαινόμενο τουλάχιστον να μειωθεί;

Καλτσάς Κωνσταντίνος
Φιλόλογος - Νηπιαγωγός
Ειδικός Παιδαγωγός 

Πηγές: Εφημερίδες ''Έθνος"και "Παρόν", Βικιπαιδεία

Σχολικός εκφοβισμός και τρόποι αντιμετώπισης!

Οι κλήσεις στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056 καθημερινά αυξάνονται σε σχέση με το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού ή αλλιώς bullying . Γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούν ζητώντας συμβουλές για το πώς να διαχειριστούν τέτοια φαινόμενα, μέσα στα οποία νοιώθουν εγκλωβισμένοι.

Η απόκτηση γνώσης σε όλες τις καταστάσεις είναι το πρώτο και βασικό βήμα που πρέπει να γίνει για να μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις. Και στο σχολικό εκφοβισμό το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί είναι τι δεν είναι σχολικός εκφοβισμός.

Σχολικός εκφοβισμός λοιπόν δεν είναι μια διαμάχη, σύγκρουση μεταξύ δυο μαθητών ή μαθητριών, δεν είναι το πείραγμα, το αστείο προς κάποιον συμμαθητή που γίνονται σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν έχουν συνέχεια και δεν επηρεάζουν  την συναισθηματική κατάσταση των παιδιών. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα πιο σύνθετο φαινόμενο που αυτό που τον ξεχωρίζει από το πείραγμα και τον τσακωμό, είναι η ένταση του, η διάρκεια του,  η ανισορροπία δύναμης μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και η συναισθηματική επίδραση που έχει πάνω στα παιδιά.

Με λίγα λόγια ο σχολικός εκφοβισμός είναι μια κατάσταση επαναλαμβανόμενη, κατευθύνεται σε συγκεκριμένα παιδιά από παιδιά (πολλές φορές και ομάδα παιδιών) που υπερέχουν σωματικά  και έχουν ως αποτέλεσμα το παιδί που εκφοβίζεται να νοιώθει απομονωμένο, να βιώνει άγχος και φόβο, να παρουσιάζει σχολική άρνηση και διάφορες συναισθηματικές δυσκολίες.

Γενικά ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να περιλαμβάνει :
 Χτυπήματα
Απειλές, εκβιασμό, πειράγματα, παρατσούκλια, κοροϊδία , διάδοση φημών
Εσκεμμένο αποκλεισμό μαθητών από διάφορες κοινωνικές και σχολικές  δραστηριότητες,
Σεξουαλική παρενόχληση
Κλοπές ή και Ζημιές στα προσωπικά αντικείμενα του παιδιού που βιώνει εκφοβισμό
Ηλεκτρονικό bullying / cyber bullying. Το cyberbullying είναι ο εκφοβισμός που προκαλείται διαμέσου της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών

Τις περισσότερες φορές τα παιδιά που βιώνουν εκφοβισμό δεν το λένε σε κανένα γιατί:
 Ντρέπονται.
Η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που ακολουθεί τον σχολικό εκφοβισμό καθώς τα παιδιά νοιώθουν ότι όλοι γελάνε μαζί τους
Φοβούνται.
Τα παιδιά θεωρούν ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι και φοβούνται ότι ο οποιοσδήποτε χειρισμός θα θυμώσει το παιδί ή τα παιδιά που το εκφοβίζουν και τα πράγματα θα χειροτερεύσουν
Νοιώθουν ότι φταίνε.
Η σκέψη των παιδιών είναι ενοχική και ιδιαίτερα σε καταστάσεις βίας. Θεωρούν ότι εκείνα φταίνε, ότι εκείνα προκάλεσαν αυτή την κατάσταση
Σκέφτονται ότι θα  απογοητεύσουν / στενοχωρήσουν τους γονείς τους.
Όλα τα παιδιά αποζητούν την αγάπη και τον θαυμασμό των γονιών τους. Θεωρούν λοιπόν ότι αν μάθουν οι γονείς τους αυτό που συμβαίνει θα απογοητευτούν και θα στενοχωρηθούν.

Γι’ αυτό οι γονείς θα πρέπει:
Να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Οποιαδήποτε ξαφνική και χωρίς εμφανή αιτία αλλαγή στη συμπεριφορά τους, στη διάθεση τους, στην όρεξη τους, στον ύπνο τους, στη γνώμη τους για κάποια άτομα, στη σχολική τους παρουσία,  στην σχολική τους επίδοση πρέπει να τους προβληματίσει και διακριτικά να διερευνήσουν τι συμβαίνει.
Εάν αντιληφθούν ότι το παιδί τους βιώνει εκφοβισμό θα πρέπει σε πλαίσιο ασφάλειας και εμπιστοσύνης να κουβεντιάσουν με το παιδί τους για την εμπειρία του και γενικά για το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού
Να αποενοχοποιήσουν το παιδί.
Να εξηγήσουν στο παιδί ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του φέρεται έτσι
Να επιβραβεύσουν το παιδί που συμμετείχε στην κουβέντα και αποκάλυψε σημαντικά πράγματα
Να μην βάλουν το παιδί σε διαδικασίες αντεκδίκησης. Δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα
Να αναδείξουν στο παιδί τη σημασία του να έχει επικοινωνία με το δάσκαλο και να εξηγήσουν τη διαφορά του «μαρτυράω» από το «ζητάω» βοήθεια
Να θυμούνται ότι ο στόχος είναι να βοηθήσουν το παιδί τους και όχι να τιμωρηθεί το άλλο παιδί
Να επικοινωνήσουν με το δάσκαλο
Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να επικοινωνήσουν με την  Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056, δωρεάν και ανώνυμα, η οποία είναι στελεχωμένη με κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους και λειτουργεί όλο το 24ώρο.

πηγή: Χαμόγελο του παιδιού
ιδική Παιδαγωγός – Κοινωνική Ανθρωπολόγος ειδικευμένη στην αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολίων/δυσλεξίας email: amitrakaki@gmail.com

Διαβάστε περισσότερα:

ιδική Παιδαγωγός – Κοινωνική Ανθρωπολόγος ειδικευμένη στην αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολίων/δυσλεξίας email: amitrakaki@gmail.com

Διαβάστε περισσότερα:

24/11/15

Μουσικοθεραπεία: Πως μπορεί να βοηθήσει το παιδί!

μουσικοθεραπεία είναι μια σχετικά καινούργια θεραπεία για τα ελληνικά δεδομένα, σε αντίθεση με την Αμερική, τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου η μουσικοθεραπεία εφαρμόζεται εδώ και 60 χρόνια. Η μουσικοθεραπεία μπορεί να προσφέρει ένα εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας και έκφρασης στους ανθρώπ - See more at: http://www.noesi.gr/book/intervention/musictherapy#sthash.CGPwSv8S.dpuf

Οι θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής ήταν γνωστές σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς. Έπρεπε όμως να φτάσει ο 20ος αιώνας για να συστηματοποιηθεί η επιστήμη της μουσικοθεραπείας και να αποτελέσει αναγνωρισμένο επάγγελμα υγείας. Σημαντικό ρόλο στα πρώτα βήματα του επαγγέλματος είχε η επιστροφή πολλών βετεράνων πολεμιστών από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο οι οποίοι νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία. Πολλοί μουσικοί διορίστηκαν σε αυτά τα νοσοκομεία για να προσφέρουν ανακουφιστική φροντίδα. Παρόλο που πρόσφεραν πολλά περισσότερα από ανακούφιση, γιατροί και επιστήμονες ήταν ακόμη δύσπιστοι ως προς την επίδραση της μουσικής στη συμπεριφορά και σε άλλους τομείς της υγείας και ζητούσαν περεταίρω μελέτη της επίδρασης της μουσικής. Έτσι, μετά το μέσο του 20ου αι. δημιουργούνται τα πρώτα προγράμματα σπουδών Μουσικοθεραπείας σε Αγγλία και Αμερική και οι πρώτες επιστημονικές οργανώσεις του επαγγέλματος. Έκτοτε πολλά ευρωπαϊκά και διεθνή πανεπιστήμια προσφέρουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό στη μουσικοθεραπεία. Επιπλέον τα περισσότερα ευρωπαϊκά νοσοκομεία και μονάδες ψυχικής υγείας εργοδοτούν μόνιμα μουσικοθεραπευτές για τους ασθενείς τους.
Τι είναι η μουσικοθεραπεία;
Η μουσικοθεραπεία είναι σήμερα ένα διεθνώς αναγνωρισμένο επάγγελμα υγείας, το οποίο εφαρμόζεται από ειδικά καταρτισμένο μουσικοθεραπευτή, με σπουδές σε αναγνωρισμένο επαγγελματικό πρόγραμμα.
Μέσα από τη δημιουργία και την έκφραση, στόχος είναι η μουσική να γίνει το μέσο επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ του παιδιού και του θεραπευτή, και το εργαλείο για την επίτευξη θεραπευτικών στόχων. Οι στόχοι της μουσικοθεραπείας διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Έτσι, είναι μια θεραπεία καθαρά προσωπική και εξατομικευμένη για κάθε περίπτωση. Η μουσικοθεραπεία στοχεύει στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων και την αποκατάσταση λειτουργιών του παιδιού, έτσι ώστε αυτό να πετύχει μια καλύτερη ποιότητα ζωής μέσω της πρόληψης, της αποκατάστασης ή και της θεραπείας.

Πως και που γίνεται η μουσικοθεραπεία;
Οι θεραπείες γίνονται σε κατάλληλα οργανωμένο χώρο, συνήθως μια φορά τη βδομάδα και έχουν διάρκεια από 30-50 λεπτά. Μπορούν να γίνουν σε ατομικό, ομαδικό ή οικογενειακό επίπεδο, ανάλογα με την περίπτωση.
Η μουσική και οι ήχοι δημιουργούνται αυθόρμητα εκείνη τη στιγμή από το παιδί και το θεραπευτή. Ο θεραπευτής εστιάζει στη δημιουργία μιας αλληλεπίδρασης και μιας σχέσης με το παιδί, μέσω της μουσικής και των ήχων που δημιουργούν και μοιράζονται μαζί. Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη μουσική του παιδιού και του θεραπευτή, φωνητικούς ήχους, κινήσεις, λέξεις ή και εκφράσεις προσώπου.

Το παιδί χρειάζεται να έχει κάποια μουσική παιδεία;
ΟΧΙ. Το παιδί δεν χρειάζεται να έχει καμία μουσική παιδεία. Προσφέρονται μουσικά όργανα τα οποία είναι προσιτά και μπορεί εύκολα να παίξει το παιδί. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής κατά τη διάρκεια της μουσικοθεραπείας. Η μουσική αυτοσχεδιάζεται εκείνη τη στιγμή ανάλογα με τη διάθεση και την κατάσταση του παιδιού, και ανάλογα με τους στόχους που έχουν τεθεί.

Γιατί η μουσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει;
Κάθε άνθρωπος ανταποκρίνεται στη μουσική. Γεννιόμαστε όλοι μας με αυτή την ικανότητα. Αρκεί μόνο να σκεφτείτε πόσο πολύ ανταποκρίνονται τα παιδιά στο ρυθμό και τη μουσική από τα πρώτα τους χρόνια. Οι έρευνες έδειξαν ότι αυτή η ικανότητα, να ανταποκρίνονται δηλαδή τα παιδιά στη μουσική, δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε δυσκολία, σύνδρομο ή διαταραχή.
Επίσης, η μουσική έχει άμεση επίδραση στη συμπεριφορά, την κίνηση και τη συναισθηματική κατάσταση. Έτσι λοιπόν, η μουσική επηρεάζει άμεσα τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα. Η μουσική μπορεί να εκφράσει αυτό που δεν μπορούν να πουν οι λέξεις, και έτσι αποτελεί μια ισχυρή γέφυρα με το συναισθηματικό κόσμο ενός παιδιού.
Η μουσικοθεραπεία στηρίζεται και δουλεύει ιδιαίτερα με τον μη-λεκτικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, όπως είναι η βλεμματική επαφή, οι εκφράσεις του προσώπου, η στάση του σώματος, η απόσταση και ο τόνος της φωνής. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για παιδιά που έχουν δυσκολίες στον τρόπο επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης και στο χτίσιμο σχέσεων με άλλα άτομα.


Ποια παιδιά και σε ποιους τομείς μπορεί να βοηθήσει η μουσικοθεραπεία;
Η μουσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει παιδιά με:

• Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (Αυτισμός, Asperger, Σύνδρομο Rett)
• Εγγενείς διαταραχές/σύνδρομα (Σύνδρομο Down, Σύνδρομο Εύθραστου Χ κ.α)
• Διαταραχή Ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα
• Δυσκολίες/διαταραχές στην επικοινωνία
• Νευρολογικές παθήσεις (π.χ σύνδρομα, εγκεφαλική παράλυση)
• Μαθησιακές δυσκολίες
• Νοητική υστέρηση
• Συναισθηματικές δυσκολίες
• Προβλήματα συμπεριφοράς
• Κινητικές δυσκολίες

Πιο συγκεκριμένα, η μουσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη και βελτίωση των πιο κάτω:

• Ανάπτυξη των επικοινωνιακών και κοινωνικών δεξιοτήτων.
• Ανάπτυξη της ικανότητας για συγκέντρωση.
• Ενθάρρυνση της αλληλεπίδρασης και της αυτοέκφρασης.
• Ανάπτυξη λόγου και ομιλίας
• Ανάπτυξη της επίγνωσης του εαυτού και της αυτοπεποίθησης.
• Έκφραση και επεξεργασία διαφορετικών συναισθημάτων.
• Ανάπτυξη σημαντικών δεξιοτήτων όπως η ακρόαση, η εναλλαγή σειράς και η ικανότητα του παιδιού να μοιράζεται.
• Ανάπτυξη αδρής και λεπτής κινητικότητας.
• Ενδυνάμωση και ενίσχυση της χρήσης της φωνής και ανάπτυξης του λόγου.
• Διεύρυνση δεξιοτήτων του συντονισμού της κίνησης.
• Συναισθηματική στήριξη

Η μουσικοθεραπεία μπορεί να συμβάλει σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης και εξέλιξης του παιδιού, καθιστώντας το ικανό να ανταπεξέλθει όσο καλύτερα μπορεί στην καθημερινή του ζωή.

πηγή: www.paidiatros.com
Email συγγραφέα: antonia.hadjieftychiou@gmail.com

21/11/15

Όταν το άγχος απειλεί τη χαρά τη γνώσης και της μάθησης!

Έχει ειπωθεί ότι η παιδεία είναι και παίδεμα. Αλλά είναι παίδεμα δημιουργικό που οδηγεί στην απελευθέρωση του πνεύματος και στη μέθη της γνώσης και της μάθησης· δεν είναι παίδεμα που καταπιέζει και καθηλώνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Αλλά αν το διάβασμα αντί να είναι ισχυρή εσωτερική παρόρμηση γίνεται εξωτερική επιβολή, τότε αντί να οδηγεί στη χειραφέτηση του ανθρώπινου βλαστού γίνεται πηγή άγχους και αποδόμησης της προσωπικής αναζήτησής μας.
Ας το θέσω κάπως απλά. Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της γνώσης τρέχοντας από το σχολείο στα κάθε λογής φροντιστήρια, χωρίς να παίρνει ανάσα, χωρίς να βιώνει της ζωής τις πρώιμες αναβαθμίδες, της παιδικότητας και της εφηβείας. Πρόκειται για το παιδί που το στουμπώνουμε, που δεν μαθαίνει πώς να μαθαίνει, γιατί δεν προλαβαίνει με τους ρυθμούς των επιβεβλημένων αναγκών. Αυτό είναι παίδεμα χωρίς ορίζοντα, χωρίς προοπτική, είναι παίδεμα που αγχώνει και βασανίζει το παιδί, το παιδί που ποτέ δεν θα γευθεί τη χαρά τη γνώσης και το μεγαλείο της δικής του σκέψης. Και όχι μόνο αυτό. Σε ένα τέτοιο σκηνικό όχι μόνο δεν μάς περιβάλλει η χαρά της μάθησης αλλά δεν μάς  “φανερώνεται” ούτε και η γνώση αυτή η ίδια!
Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της μάθησης, έχοντας ως οδηγητικό νήμα τη δική του εσωτερική παρόρμηση, την καλλιεργημένη από το μικροπεριβάλλον του και από τα ατέλειωτα ερωτήματα του κόσμου, του δικού του κόσμου, να παιδεύεται επί πολύ για να λύσει μια άσκηση μόνο του, να την αφήνει και να επανέρχεται γιατί έχει όμως επαρκή χρόνο για το προσωπικό του διάβασμα, γιατί το κεντρίζει η επιθυμία για να γευθεί τη δική του κατάκτηση μέσα από την επιμονή και τη συστηματική μελέτη και έρευνα. Αυτό είναι μάθηση και ο χρόνος του προσωπικού διαβάσματος είναι ο κερδισμένος χρόνος στη ζωή του. Αυτό το παίδεμα είναι δημιουργικό, είναι απελευθερωτικό, είναι παίδεμα που σπάζει προκαταλήψεις και φωτίζει τις τόσες και τόσες σκιές της άγνοιας.
Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά για γρήγορη και ισχυρή εκπαιδευτική εξέλιξη, που θα τους δώσει ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι των … άλλων στον αγώνα δρόμου για κοινωνική ανέλιξη. Και έτσι οι σχολικοί θεσμοί βαρυφορτωμένοι με τις υψηλές προσδοκίες των γονέων φαντάζουν ως φορτία που πρέπει να σηκώσουν τα παιδιά και οι έφηβοι με έναν τρόπο ιδιαίτερα αγχωτικό. Το άγχος που εμφανίζεται τόσο πρώιμα στα παιδιά είναι το μετασχηματισμένο άγχος των γονέων τους που επικάθεται αδιόρατα αλλά και με πανίσχυρο τρόπο στα όνειρα των νέων και γίνεται καθήκον και ανάγκη πριν ακόμα τα αισθανθούν ως δικά τους τέτοια δημιουργήματα τα παιδιά. Συμπιέζεται, δηλαδή, η παιδικότητα και η εφηβεία με τρόπο πλήρως ανορθολογικό και προφανώς με κατίσχυση της κατασκευασμένης ανάγκης των γονέων και συχνά με ισοπεδωτικές τάσεις.
Αλλά εδώ αλλοιώνεται και ο χαρακτήρας και η ουσία της γνώσης και της μάθησης. Γιατί υπάρχουν δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης. Η μια αναφέρεται στο πριν και συνδέεται με την πανίσχυρη έφεση του ανθρώπου να θέλει διαρκώς να γνωρίζει, να γνωρίζει ό,τι γεννάει το περιβάλλον και η δική του σκέψη. Το μυαλό μας είναι πάντα ανήσυχο, διαρκώς αναζητεί μονοπάτια κατανόησης του κόσμου και του εαυτού μας, ποτέ δεν μπορούμε να το καθηλώσουμε ή να του επιβραδύνουμε αυτή τη φοβερή επιθυμία. Και αυτή η συνοριακή περιοχή του «πριν», της διαρκούς αναζήτησης και της έρευνας δίνει φτερούγισμα στη σκέψη μας και μάς γεμίζει με χαρά και μέθη.
Η δεύτερη συνοριακή περιοχή αφορά το “μετά”, την απόγευση της γνώσης. Και νιώθουμε την κατάκτηση των νέων ξέφωτων ως μια απόλυτη επιτυχία, ως μια ικανοποίηση που γεμίζει τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ως χαρά που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, ως μια αναβαθμό για την κατάκτηση ενός διαρκώς καινούργιου ξέφωτου, ενός ξέφωτου που κάθε φορά φωτίζει περισσότερο ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι είναι μέσα μας στον ενδότερο πυρήνα της ύπαρξής μας. Και αυτές οι δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης – πριν και μετά – είναι αγκαλιά, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, η μια είναι κεφαλόβρυσο για την άλλη. Την ίδια στιγμή που νιώθεις τη χαρά της γνώσης και της μάθησης, την ίδια στιγμή νιώθεις και τη χαρά της έρευνας και της αναζήτησης και της διαρκώς καινούργιας γνώσης. Και είναι αυτό το παιχνίδι, φτερούγισμα ψυχής, παιχνίδι ζωής.
Αν το πρόσωπο ενός παιδιού που διαβάζει δεν φωτίζεται, σημαίνει ότι δεν μαθαίνει, ότι δεν ταξιδεύει σε θάλασσες μακρινές, αν το σώμα του ολόκληρο δεν αναπηδά, σημαίνει ότι δεν βρίσκεται στη χώρα της γνώσης. Και η αγχωτική συμπίεση των γονέων και του «κατασκευασμένου» περιβάλλοντος δεν αφήνει στα παιδιά και στους νέους να ταξιδέψουν στους δικούς τους κόσμους, να γευθούν τη χαρά των συνοριακών περιοχών της γνώσης και της μάθησης. Γιατί η γνώση δεν μπορεί να είναι προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επιθυμία πνεύματος, σκίρτημα ψυχής. Η γνώση δεν θέλει εξωτερική «πίεση». Η γνώση είναι ανάγκη εσωτερική, είναι η ίδια η ανάγκη της ύπαρξής μας. Η μάθηση δε θέλει επίστρωση με χαλίκι ή με τσιμέντο, θέλει όργωμα και καλλιέργεια εδάφους, θέλει ρίξιμο σπόρων. Οι σπόροι είναι της ζωής και της γνώσης οι αναπαραγωγοί. Και το ξεπέταγμα των βλαστών είναι υπόθεση των ίδιων των βλαστών, είναι υπόθεση της ίδιας της ζωής…

Του Νίκου Τσούλια
Έχει ειπωθεί ότι η παιδεία είναι και παίδεμα. Αλλά είναι παίδεμα δημιουργικό που οδηγεί στην απελευθέρωση του πνεύματος και στη μέθη της γνώσης και της μάθησης· δεν είναι παίδεμα που καταπιέζει και καθηλώνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Αλλά αν το διάβασμα αντί να είναι ισχυρή εσωτερική παρόρμηση γίνεται εξωτερική επιβολή, τότε αντί να οδηγεί στη χειραφέτηση του ανθρώπινου βλαστού γίνεται πηγή άγχους και αποδόμησης της προσωπικής αναζήτησής μας. Ας το θέσω κάπως απλά. Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της γνώσης τρέχοντας από το σχολείο στα κάθε λογής φροντιστήρια, χωρίς να παίρνει ανάσα, χωρίς να βιώνει της ζωής τις πρώιμες αναβαθμίδες, της παιδικότητας και της εφηβείας. Πρόκειται για το παιδί που το στουμπώνουμε, που δεν μαθαίνει πώς να μαθαίνει, γιατί δεν προλαβαίνει με τους ρυθμούς των επιβεβλημένων αναγκών. Αυτό είναι παίδεμα χωρίς ορίζοντα, χωρίς προοπτική, είναι παίδεμα που αγχώνει και βασανίζει το παιδί, το παιδί που ποτέ δεν θα γευθεί τη χαρά τη γνώσης και το μεγαλείο της δικής του σκέψης. Και όχι μόνο αυτό. Σε ένα τέτοιο σκηνικό όχι μόνο δεν μάς περιβάλλει η χαρά της μάθησης αλλά δεν μάς “φανερώνεται” ούτε και η γνώση αυτή η ίδια! Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της μάθησης, έχοντας ως οδηγητικό νήμα τη δική του εσωτερική παρόρμηση, την καλλιεργημένη από το μικροπεριβάλλον του και από τα ατέλειωτα ερωτήματα του κόσμου, του δικού του κόσμου, να παιδεύεται επί πολύ για να λύσει μια άσκηση μόνο του, να την αφήνει και να επανέρχεται γιατί έχει όμως επαρκή χρόνο για το προσωπικό του διάβασμα, γιατί το κεντρίζει η επιθυμία για να γευθεί τη δική του κατάκτηση μέσα από την επιμονή και τη συστηματική μελέτη και έρευνα. Αυτό είναι μάθηση και ο χρόνος του προσωπικού διαβάσματος είναι ο κερδισμένος χρόνος στη ζωή του. Αυτό το παίδεμα είναι δημιουργικό, είναι απελευθερωτικό, είναι παίδεμα που σπάζει προκαταλήψεις και φωτίζει τις τόσες και τόσες σκιές της άγνοιας. Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά για γρήγορη και ισχυρή εκπαιδευτική εξέλιξη, που θα τους δώσει ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι των … άλλων στον αγώνα δρόμου για κοινωνική ανέλιξη. Και έτσι οι σχολικοί θεσμοί βαρυφορτωμένοι με τις υψηλές προσδοκίες των γονέων φαντάζουν ως φορτία που πρέπει να σηκώσουν τα παιδιά και οι έφηβοι με έναν τρόπο ιδιαίτερα αγχωτικό. Το άγχος που εμφανίζεται τόσο πρώιμα στα παιδιά είναι το μετασχηματισμένο άγχος των γονέων τους που επικάθεται αδιόρατα αλλά και με πανίσχυρο τρόπο στα όνειρα των νέων και γίνεται καθήκον και ανάγκη πριν ακόμα τα αισθανθούν ως δικά τους τέτοια δημιουργήματα τα παιδιά. Συμπιέζεται, δηλαδή, η παιδικότητα και η εφηβεία με τρόπο πλήρως ανορθολογικό και προφανώς με κατίσχυση της κατασκευασμένης ανάγκης των γονέων και συχνά με ισοπεδωτικές τάσεις. Αλλά εδώ αλλοιώνεται και ο χαρακτήρας και η ουσία της γνώσης και της μάθησης. Γιατί υπάρχουν δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης. Η μια αναφέρεται στο πριν και συνδέεται με την πανίσχυρη έφεση του ανθρώπου να θέλει διαρκώς να γνωρίζει, να γνωρίζει ό,τι γεννάει το περιβάλλον και η δική του σκέψη. Το μυαλό μας είναι πάντα ανήσυχο, διαρκώς αναζητεί μονοπάτια κατανόησης του κόσμου και του εαυτού μας, ποτέ δεν μπορούμε να το καθηλώσουμε ή να του επιβραδύνουμε αυτή τη φοβερή επιθυμία. Και αυτή η συνοριακή περιοχή του «πριν», της διαρκούς αναζήτησης και της έρευνας δίνει φτερούγισμα στη σκέψη μας και μάς γεμίζει με χαρά και μέθη. Η δεύτερη συνοριακή περιοχή αφορά το “μετά”, την απόγευση της γνώσης. Και νιώθουμε την κατάκτηση των νέων ξέφωτων ως μια απόλυτη επιτυχία, ως μια ικανοποίηση που γεμίζει τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ως χαρά που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, ως μια αναβαθμό για την κατάκτηση ενός διαρκώς καινούργιου ξέφωτου, ενός ξέφωτου που κάθε φορά φωτίζει περισσότερο ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι είναι μέσα μας στον ενδότερο πυρήνα της ύπαρξής μας. Και αυτές οι δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης – πριν και μετά – είναι αγκαλιά, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, η μια είναι κεφαλόβρυσο για την άλλη. Την ίδια στιγμή που νιώθεις τη χαρά της γνώσης και της μάθησης, την ίδια στιγμή νιώθεις και τη χαρά της έρευνας και της αναζήτησης και της διαρκώς καινούργιας γνώσης. Και είναι αυτό το παιχνίδι, φτερούγισμα ψυχής, παιχνίδι ζωής. Αν το πρόσωπο ενός παιδιού που διαβάζει δεν φωτίζεται, σημαίνει ότι δεν μαθαίνει, ότι δεν ταξιδεύει σε θάλασσες μακρινές, αν το σώμα του ολόκληρο δεν αναπηδά, σημαίνει ότι δεν βρίσκεται στη χώρα της γνώσης. Και η αγχωτική συμπίεση των γονέων και του «κατασκευασμένου» περιβάλλοντος δεν αφήνει στα παιδιά και στους νέους να ταξιδέψουν στους δικούς τους κόσμους, να γευθούν τη χαρά των συνοριακών περιοχών της γνώσης και της μάθησης. Γιατί η γνώση δεν μπορεί να είναι προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επιθυμία πνεύματος, σκίρτημα ψυχής. Η γνώση δεν θέλει εξωτερική «πίεση». Η γνώση είναι ανάγκη εσωτερική, είναι η ίδια η ανάγκη της ύπαρξής μας. Η μάθηση δε θέλει επίστρωση με χαλίκι ή με τσιμέντο, θέλει όργωμα και καλλιέργεια εδάφους, θέλει ρίξιμο σπόρων. Οι σπόροι είναι της ζωής και της γνώσης οι αναπαραγωγοί. Και το ξεπέταγμα των βλαστών είναι υπόθεση των ίδιων των βλαστών, είναι υπόθεση της ίδιας της ζωής…

Διαβάστε περισσότερα:
Έχει ειπωθεί ότι η παιδεία είναι και παίδεμα. Αλλά είναι παίδεμα δημιουργικό που οδηγεί στην απελευθέρωση του πνεύματος και στη μέθη της γνώσης και της μάθησης· δεν είναι παίδεμα που καταπιέζει και καθηλώνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Αλλά αν το διάβασμα αντί να είναι ισχυρή εσωτερική παρόρμηση γίνεται εξωτερική επιβολή, τότε αντί να οδηγεί στη χειραφέτηση του ανθρώπινου βλαστού γίνεται πηγή άγχους και αποδόμησης της προσωπικής αναζήτησής μας. Ας το θέσω κάπως απλά. Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της γνώσης τρέχοντας από το σχολείο στα κάθε λογής φροντιστήρια, χωρίς να παίρνει ανάσα, χωρίς να βιώνει της ζωής τις πρώιμες αναβαθμίδες, της παιδικότητας και της εφηβείας. Πρόκειται για το παιδί που το στουμπώνουμε, που δεν μαθαίνει πώς να μαθαίνει, γιατί δεν προλαβαίνει με τους ρυθμούς των επιβεβλημένων αναγκών. Αυτό είναι παίδεμα χωρίς ορίζοντα, χωρίς προοπτική, είναι παίδεμα που αγχώνει και βασανίζει το παιδί, το παιδί που ποτέ δεν θα γευθεί τη χαρά τη γνώσης και το μεγαλείο της δικής του σκέψης. Και όχι μόνο αυτό. Σε ένα τέτοιο σκηνικό όχι μόνο δεν μάς περιβάλλει η χαρά της μάθησης αλλά δεν μάς “φανερώνεται” ούτε και η γνώση αυτή η ίδια! Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της μάθησης, έχοντας ως οδηγητικό νήμα τη δική του εσωτερική παρόρμηση, την καλλιεργημένη από το μικροπεριβάλλον του και από τα ατέλειωτα ερωτήματα του κόσμου, του δικού του κόσμου, να παιδεύεται επί πολύ για να λύσει μια άσκηση μόνο του, να την αφήνει και να επανέρχεται γιατί έχει όμως επαρκή χρόνο για το προσωπικό του διάβασμα, γιατί το κεντρίζει η επιθυμία για να γευθεί τη δική του κατάκτηση μέσα από την επιμονή και τη συστηματική μελέτη και έρευνα. Αυτό είναι μάθηση και ο χρόνος του προσωπικού διαβάσματος είναι ο κερδισμένος χρόνος στη ζωή του. Αυτό το παίδεμα είναι δημιουργικό, είναι απελευθερωτικό, είναι παίδεμα που σπάζει προκαταλήψεις και φωτίζει τις τόσες και τόσες σκιές της άγνοιας. Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά για γρήγορη και ισχυρή εκπαιδευτική εξέλιξη, που θα τους δώσει ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι των … άλλων στον αγώνα δρόμου για κοινωνική ανέλιξη. Και έτσι οι σχολικοί θεσμοί βαρυφορτωμένοι με τις υψηλές προσδοκίες των γονέων φαντάζουν ως φορτία που πρέπει να σηκώσουν τα παιδιά και οι έφηβοι με έναν τρόπο ιδιαίτερα αγχωτικό. Το άγχος που εμφανίζεται τόσο πρώιμα στα παιδιά είναι το μετασχηματισμένο άγχος των γονέων τους που επικάθεται αδιόρατα αλλά και με πανίσχυρο τρόπο στα όνειρα των νέων και γίνεται καθήκον και ανάγκη πριν ακόμα τα αισθανθούν ως δικά τους τέτοια δημιουργήματα τα παιδιά. Συμπιέζεται, δηλαδή, η παιδικότητα και η εφηβεία με τρόπο πλήρως ανορθολογικό και προφανώς με κατίσχυση της κατασκευασμένης ανάγκης των γονέων και συχνά με ισοπεδωτικές τάσεις. Αλλά εδώ αλλοιώνεται και ο χαρακτήρας και η ουσία της γνώσης και της μάθησης. Γιατί υπάρχουν δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης. Η μια αναφέρεται στο πριν και συνδέεται με την πανίσχυρη έφεση του ανθρώπου να θέλει διαρκώς να γνωρίζει, να γνωρίζει ό,τι γεννάει το περιβάλλον και η δική του σκέψη. Το μυαλό μας είναι πάντα ανήσυχο, διαρκώς αναζητεί μονοπάτια κατανόησης του κόσμου και του εαυτού μας, ποτέ δεν μπορούμε να το καθηλώσουμε ή να του επιβραδύνουμε αυτή τη φοβερή επιθυμία. Και αυτή η συνοριακή περιοχή του «πριν», της διαρκούς αναζήτησης και της έρευνας δίνει φτερούγισμα στη σκέψη μας και μάς γεμίζει με χαρά και μέθη. Η δεύτερη συνοριακή περιοχή αφορά το “μετά”, την απόγευση της γνώσης. Και νιώθουμε την κατάκτηση των νέων ξέφωτων ως μια απόλυτη επιτυχία, ως μια ικανοποίηση που γεμίζει τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ως χαρά που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, ως μια αναβαθμό για την κατάκτηση ενός διαρκώς καινούργιου ξέφωτου, ενός ξέφωτου που κάθε φορά φωτίζει περισσότερο ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι είναι μέσα μας στον ενδότερο πυρήνα της ύπαρξής μας. Και αυτές οι δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης – πριν και μετά – είναι αγκαλιά, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, η μια είναι κεφαλόβρυσο για την άλλη. Την ίδια στιγμή που νιώθεις τη χαρά της γνώσης και της μάθησης, την ίδια στιγμή νιώθεις και τη χαρά της έρευνας και της αναζήτησης και της διαρκώς καινούργιας γνώσης. Και είναι αυτό το παιχνίδι, φτερούγισμα ψυχής, παιχνίδι ζωής. Αν το πρόσωπο ενός παιδιού που διαβάζει δεν φωτίζεται, σημαίνει ότι δεν μαθαίνει, ότι δεν ταξιδεύει σε θάλασσες μακρινές, αν το σώμα του ολόκληρο δεν αναπηδά, σημαίνει ότι δεν βρίσκεται στη χώρα της γνώσης. Και η αγχωτική συμπίεση των γονέων και του «κατασκευασμένου» περιβάλλοντος δεν αφήνει στα παιδιά και στους νέους να ταξιδέψουν στους δικούς τους κόσμους, να γευθούν τη χαρά των συνοριακών περιοχών της γνώσης και της μάθησης. Γιατί η γνώση δεν μπορεί να είναι προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επιθυμία πνεύματος, σκίρτημα ψυχής. Η γνώση δεν θέλει εξωτερική «πίεση». Η γνώση είναι ανάγκη εσωτερική, είναι η ίδια η ανάγκη της ύπαρξής μας. Η μάθηση δε θέλει επίστρωση με χαλίκι ή με τσιμέντο, θέλει όργωμα και καλλιέργεια εδάφους, θέλει ρίξιμο σπόρων. Οι σπόροι είναι της ζωής και της γνώσης οι αναπαραγωγοί. Και το ξεπέταγμα των βλαστών είναι υπόθεση των ίδιων των βλαστών, είναι υπόθεση της ίδιας της ζωής…

Διαβάστε περισσότερα:
Έχει ειπωθεί ότι η παιδεία είναι και παίδεμα. Αλλά είναι παίδεμα δημιουργικό που οδηγεί στην απελευθέρωση του πνεύματος και στη μέθη της γνώσης και της μάθησης· δεν είναι παίδεμα που καταπιέζει και καθηλώνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Αλλά αν το διάβασμα αντί να είναι ισχυρή εσωτερική παρόρμηση γίνεται εξωτερική επιβολή, τότε αντί να οδηγεί στη χειραφέτηση του ανθρώπινου βλαστού γίνεται πηγή άγχους και αποδόμησης της προσωπικής αναζήτησής μας. Ας το θέσω κάπως απλά. Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της γνώσης τρέχοντας από το σχολείο στα κάθε λογής φροντιστήρια, χωρίς να παίρνει ανάσα, χωρίς να βιώνει της ζωής τις πρώιμες αναβαθμίδες, της παιδικότητας και της εφηβείας. Πρόκειται για το παιδί που το στουμπώνουμε, που δεν μαθαίνει πώς να μαθαίνει, γιατί δεν προλαβαίνει με τους ρυθμούς των επιβεβλημένων αναγκών. Αυτό είναι παίδεμα χωρίς ορίζοντα, χωρίς προοπτική, είναι παίδεμα που αγχώνει και βασανίζει το παιδί, το παιδί που ποτέ δεν θα γευθεί τη χαρά τη γνώσης και το μεγαλείο της δικής του σκέψης. Και όχι μόνο αυτό. Σε ένα τέτοιο σκηνικό όχι μόνο δεν μάς περιβάλλει η χαρά της μάθησης αλλά δεν μάς “φανερώνεται” ούτε και η γνώση αυτή η ίδια! Μπορεί ένα παιδί να παιδεύεται στα πεδία της μάθησης, έχοντας ως οδηγητικό νήμα τη δική του εσωτερική παρόρμηση, την καλλιεργημένη από το μικροπεριβάλλον του και από τα ατέλειωτα ερωτήματα του κόσμου, του δικού του κόσμου, να παιδεύεται επί πολύ για να λύσει μια άσκηση μόνο του, να την αφήνει και να επανέρχεται γιατί έχει όμως επαρκή χρόνο για το προσωπικό του διάβασμα, γιατί το κεντρίζει η επιθυμία για να γευθεί τη δική του κατάκτηση μέσα από την επιμονή και τη συστηματική μελέτη και έρευνα. Αυτό είναι μάθηση και ο χρόνος του προσωπικού διαβάσματος είναι ο κερδισμένος χρόνος στη ζωή του. Αυτό το παίδεμα είναι δημιουργικό, είναι απελευθερωτικό, είναι παίδεμα που σπάζει προκαταλήψεις και φωτίζει τις τόσες και τόσες σκιές της άγνοιας. Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά για γρήγορη και ισχυρή εκπαιδευτική εξέλιξη, που θα τους δώσει ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι των … άλλων στον αγώνα δρόμου για κοινωνική ανέλιξη. Και έτσι οι σχολικοί θεσμοί βαρυφορτωμένοι με τις υψηλές προσδοκίες των γονέων φαντάζουν ως φορτία που πρέπει να σηκώσουν τα παιδιά και οι έφηβοι με έναν τρόπο ιδιαίτερα αγχωτικό. Το άγχος που εμφανίζεται τόσο πρώιμα στα παιδιά είναι το μετασχηματισμένο άγχος των γονέων τους που επικάθεται αδιόρατα αλλά και με πανίσχυρο τρόπο στα όνειρα των νέων και γίνεται καθήκον και ανάγκη πριν ακόμα τα αισθανθούν ως δικά τους τέτοια δημιουργήματα τα παιδιά. Συμπιέζεται, δηλαδή, η παιδικότητα και η εφηβεία με τρόπο πλήρως ανορθολογικό και προφανώς με κατίσχυση της κατασκευασμένης ανάγκης των γονέων και συχνά με ισοπεδωτικές τάσεις. Αλλά εδώ αλλοιώνεται και ο χαρακτήρας και η ουσία της γνώσης και της μάθησης. Γιατί υπάρχουν δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης. Η μια αναφέρεται στο πριν και συνδέεται με την πανίσχυρη έφεση του ανθρώπου να θέλει διαρκώς να γνωρίζει, να γνωρίζει ό,τι γεννάει το περιβάλλον και η δική του σκέψη. Το μυαλό μας είναι πάντα ανήσυχο, διαρκώς αναζητεί μονοπάτια κατανόησης του κόσμου και του εαυτού μας, ποτέ δεν μπορούμε να το καθηλώσουμε ή να του επιβραδύνουμε αυτή τη φοβερή επιθυμία. Και αυτή η συνοριακή περιοχή του «πριν», της διαρκούς αναζήτησης και της έρευνας δίνει φτερούγισμα στη σκέψη μας και μάς γεμίζει με χαρά και μέθη. Η δεύτερη συνοριακή περιοχή αφορά το “μετά”, την απόγευση της γνώσης. Και νιώθουμε την κατάκτηση των νέων ξέφωτων ως μια απόλυτη επιτυχία, ως μια ικανοποίηση που γεμίζει τη σκέψη μας και τη ζωή μας, ως χαρά που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, ως μια αναβαθμό για την κατάκτηση ενός διαρκώς καινούργιου ξέφωτου, ενός ξέφωτου που κάθε φορά φωτίζει περισσότερο ό,τι μας περιβάλλει, ό,τι είναι μέσα μας στον ενδότερο πυρήνα της ύπαρξής μας. Και αυτές οι δύο συνοριακές περιοχές της μάθησης – πριν και μετά – είναι αγκαλιά, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, η μια είναι κεφαλόβρυσο για την άλλη. Την ίδια στιγμή που νιώθεις τη χαρά της γνώσης και της μάθησης, την ίδια στιγμή νιώθεις και τη χαρά της έρευνας και της αναζήτησης και της διαρκώς καινούργιας γνώσης. Και είναι αυτό το παιχνίδι, φτερούγισμα ψυχής, παιχνίδι ζωής. Αν το πρόσωπο ενός παιδιού που διαβάζει δεν φωτίζεται, σημαίνει ότι δεν μαθαίνει, ότι δεν ταξιδεύει σε θάλασσες μακρινές, αν το σώμα του ολόκληρο δεν αναπηδά, σημαίνει ότι δεν βρίσκεται στη χώρα της γνώσης. Και η αγχωτική συμπίεση των γονέων και του «κατασκευασμένου» περιβάλλοντος δεν αφήνει στα παιδιά και στους νέους να ταξιδέψουν στους δικούς τους κόσμους, να γευθούν τη χαρά των συνοριακών περιοχών της γνώσης και της μάθησης. Γιατί η γνώση δεν μπορεί να είναι προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επιθυμία πνεύματος, σκίρτημα ψυχής. Η γνώση δεν θέλει εξωτερική «πίεση». Η γνώση είναι ανάγκη εσωτερική, είναι η ίδια η ανάγκη της ύπαρξής μας. Η μάθηση δε θέλει επίστρωση με χαλίκι ή με τσιμέντο, θέλει όργωμα και καλλιέργεια εδάφους, θέλει ρίξιμο σπόρων. Οι σπόροι είναι της ζωής και της γνώσης οι αναπαραγωγοί. Και το ξεπέταγμα των βλαστών είναι υπόθεση των ίδιων των βλαστών, είναι υπόθεση της ίδιας της ζωής…

Διαβάστε περισσότερα:

20/11/15

Χαρακτηριστικά συμπτώματα πιθανής μαθησιακής δυσκολίας στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό!


   ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ - ΔΗΜΟΤΙΚΟ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ KAI ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΙΘΑΝΗΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗΣ ΔΥΣΚΟΛΙΑΣ Ή ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ

ΠΡΟΦΟΡΙΚΟ ΛΟΓΟ
1. Δυσκολεύεται να χρησιμοποιήσει σύνθετες και πολύπλοκες λέξεις.
2. Έχει προβλήματα με τους χρόνους των ρημάτων ή τις αντωνυμίες.
3. Παραλείπει συλλαβές ή καταλήξεις
4. Μιλάει κομπιαστά ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις.
5. Μπερδεύει την σειρά των γραμμάτων μέσα στην λέξη
6. Μπερδεύει ακουστικά παρόμοιες λέξεις π.χ. λέει ματηθής αντί μαθητής, σάλαθα νατί θάλασσα κ.λ.π
7. Οι προφορικές του εκφράσεις είναι ανώριμες συντακτικά και γραμματικά
8. Δεν μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία με την σωστή σειρά των γεγονότων
9. Δυσκολεύεται να συσχετίσει αντικείμενα που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον με την ανάλογη ονομασία τους
10. Δεν καταλαβαίνει την έννοια της ομοιοκαταληξίας και της ακολουθίας
11. Όταν συλλαβίζει μπορεί να αποκωδικοποιεί σωστά τα γραφήματα, ενώ όταν προσπαθεί να διαβάσει την λέξη ολόκληρη την λέει λάθος
12. Δεν ξέρει που τονίζονται οι λέξεις και πώς να χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης
13. Δεν ξεχωρίζει τα γράμματα μεταξύ τους
14. Δεν μπορεί να καταλάβει παιχνίδια με λέξεις και γράμματα

ΣΤΟ ΓΡΑΠΤΟ ΛΟΓΟ
1. Δυσκολεύεται να ζωγραφίσει ή να φτιάξει ορισμένα σχήματα.
2. Δυσκολεύεται να γράψει το όνομά του και παρουσιάζει δείγματα στρεφοσυμβολισμού και καθρεπτικής γραφής
3. Αντιστρέφει, μεταθέτει γράμματα ή συλλαβές
4. Προσθέτει, παραλείπει γράμματα ή συλλαβές
5. Δεν ξέρει να βάζει τόνους
6. Δεν βάζει σημεία στίξης
7. Κολλάει τις λέξεις μεταξύ τους
8. Ακατάστατη και ακαταλαβίστικη γραφή
9. Λάθη στην αντιγραφή από τον πίνακα
10. Λάθη αδικαιολόγητα και διαφορετικά στην ορθογραφία

ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ
1. Έχει δυσκολία στην εκτέλεση έργων που προϋποθέτουν προσανατολισμό στο χώρο και στον χρόνο.
2. Συγχέει το δεξιά – αριστερά, βορράς – νότος, χθες – αύριο.
3. Δυσκολεύεται να διαβάσει σωστά τον χάρτη ή να μάθει την ώρα.
4. Τα προβλήματα προσανατολισμού επηρεάζουν ακόμη καθημερινές λειτουργίες όπως την διαδικασία που φοράει τα ρούχα του, που δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του, και γενικότερα έχει πρόβλημα στην επίγνωση του χρόνου.
5. Δεν μπορεί να επαναλάβει με την σωστή σειρά τις μέρες τις εβδομάδες, τους μήνες, την προπαίδεια.
6. Έχει δυσκολία στην αντιγραφή κινήσεων του γυμναστή όταν αυτός αντικρίζεται κατά πρόσωπο.

ΜΝΗΜΗ
1. Δυσκολεύεται να θυμηθεί και συνεπώς να εκτελέσει μια σειρά προφορικών εντολών , να πει τους μήνες με την σειρά, να αριθμήσει τους ζυγούς, να μάθει την προπαίδεια.
2. Δυσκολεύεται να μάθει ημερομηνίες, τοποθεσίες, ονόματα, χώρες, πρωτεύουσες.
2. Έχει ανεπάρκεια βραχύχρονης και μακροπρόθεσμης μνήμης, που έχει σαν αποτέλεσμα να ξεχνά τις οδηγίες του δασκάλου, τις εργασίες που έχει να κάνει για το σχολείο, που είναι τα πράγματά του.

πηγή: Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Γονέων με Δυσλεξία & Μαθησιακές Δυσκολίες

Η σημασία της έγκαιρης και σωστής διαγνωσης της δυσλεξίας!

  Το ζήτημα της δυσλεξίας απασχολεί την επιστημονική κοινότητα εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρόκειται για τη δυσκολία του ατόμου στην εκμάθηση και κατάκτηση των μηχανισμών της ανάγνωσης και γραφής, παρά το φυσιολογικό νοητικό του επίπεδο, την απουσία αισθητηριακών προβλημάτων και τις ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση. Αποτελεί τον πιο διαδεδομένο όρο που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις σοβαρές και ειδικές δυσκολίες που εμφανίζει ένας μεγάλος αριθμός μαθητών στην απόκτηση των σχολικών γνώσεων επηρεάζοντας την μάθηση.

Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η διάγνωση της δυσλεξίας δε σημαίνει απλά επιλογή και χορήγηση ορισμένων τεστ για να διαπιστωθεί η dys2ύπαρξή της σε ορισμένα παιδιά και να σκιαγραφηθούν οι ειδικές δυσκολίες τους στη χρήση και στην κατανόηση του γραπτού λόγου. Πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο στρατηγικών που απευθύνονται τόσο στο παιδί με δυσλεξία όσο και στα άμεσα εμπλεκόμενα μέλη (σχολείο, οικογένεια, κοινωνικός περίγυρος). Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διάγνωση απαιτεί εμπειρία, εξειδίκευση και μεγάλη προσοχή και γι' αυτό θα πρέπει να γίνεται από ομάδα ειδικών επιστημόνων που θα εκτιμήσουν προσεκτικά τις ικανότητες και τις αδυναμίες του παιδιού. Από την άλλη η μη έγκαιρη διάγνωση, συνεπάγεται σημαντικά προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση του μαθητή και τις ψυχολογικές συνέπειες από την ακαδημαϊκή αποτυχία, που είναι αποτέλεσμα της δυσλεξίας του παιδιού. Τα επακόλουθα που προσδίδει η μη έγκαιρη διάγνωση της δυσλεξίας στη μελλοντική ακαδημαϊκή εξέλιξη και επίδοση του μαθητή είναι αρνητικά και με δυσχερείς συνέπειες για τους μαθητές. Παρόμοια λειτουργεί και η διάγνωση της λανθασμένης κλινικής εικόνας για τον μαθητή με φυσική συνέπεια τις λανθασμένες παρεμβάσεις, οι οποίες δε μπορούν να βοηθήσουν στην επανένταξη του μαθητή.
dys1Ο Στασινός αναφέρει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών με δυσλεξία μπορούν να επανέλθουν στην ομαλή σχολική εργασία, όταν η διάγνωσή της γίνει στις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (Στασινός, 2009). Αυτές οι τάξεις του δημοτικού σχολείου αποτελούν το ιδανικό χρονικό πλαίσιο, τόσο σε σχέση με την προοπτική επιτυχίας οποιασδήποτε επιχειρούμενης παρέμβασης, όσο και με την προοπτική της θετικής επίδρασης που θα έχει αυτή η παρέμβαση στην αυτοεκτίμηση και στην παρακίνηση του παιδιού.
Για την ορθή, λοιπόν, διάγνωση της δυσλεξίας είναι απαραίτητη η ανεύρεση όλων των τυπικών χαρακτηριστικών του συνδρόμου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να εξασφαλίσουμε την ύπαρξη φυσιολογικής όρασης, ακοής και κινητικότητας. Ακόμη, πρέπει να διερευνηθεί η ενδεχόμενη ύπαρξη ενός οργανικού νοσήματος και η νοημοσύνη του παιδιού. Σε όλη αυτή την προσπάθεια της διάγνωσης, καθοριστικός είναι ρόλος του εκπαιδευτικού, ο οποίος θα πρέπει στα πρώτα χρόνια φοίτησης του παιδιού στο σχολείο να έχει κάνει αρκετές παρατηρήσεις και καταγραφές της γραπτής γλωσσικής συμπεριφοράς του παιδιού, που θα επιβεβαιώνουν τις αρχικές του υποψίες ότι κάτι απρόσμενο συμβαίνει.
Εξίσου σημαντική με την έγκαιρη διάγνωση, είναι η διάγνωση της ακριβής κλινικής εικόνας του μαθητή με δυσλεξία. Υπάρχουν αρκετοί ενδεχόμενοι παράμετροι που μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένου τύπου διάγνωση για την κλινική εικόνα του μαθητή. Ειδικότερα, οι παρατηρούμενες συναισθηματικές, κοινωνικές ή οικογενειακές δυσκολίες, ενδέχεται να αποτελούν την αιτία των ακαδημαϊκών δυσκολιών του ατόμου ή αντίθετα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα αυτών των ακαδημαϊκών δυσκολιών, της απογοήτευσης και των αποτυχιών που έχει βιώσει το παιδί (Bender, 1987).
Επίσης, ένα ακόμα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό είναι να φροντίσει ο ειδικός να διακρίνει τις δυσκολίες που οφείλονται σε μαθησιακή διαταραχή από τις δυσκολίες που παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα περιορισμένων ευκαιριών για μάθηση και εκπαίδευση, όπως συμβαίνει σε προβληματικές οικογένειες, στις οποίες η παρεχόμενη φροντίδα είναι ανεπαρκής (Καλαντζή-Αζίζι, Α. 2003)
Συνοψίζοντας, η έγκαιρη και ακριβής διάγνωση της δυσλεξίας αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια των ειδικών, διότι με τον τρόπο αυτό μπορούμεdys3 να εξασφαλίσουμε υψηλές πιθανότητες για να ξεπεραστούν τα προβλήματα της δυσλεξίας που εμφανίζουν οι μαθητές, εφαρμόζοντας ακριβείς παρεμβάσεις. Επειδή η διάγνωση της δυσλεξίας γίνεται με τον αποκλεισμό των διαφόρων ψυχο-περιβαλλοντικών παραγόντων που προκαλούν προβλήματα ανάγνωσης και ορθογραφίας, η δυσλεξία δεν μπορεί να διαγνωστεί με ακρίβεια σε παιδιά με πολλές απουσίες από το σχολείο, ή παιδιά που προέρχονται από μη προνομιούχο κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον και που είναι χαμηλής νοημοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να ακολουθείται μια διεξοδική διαδικασία αξιολόγησης, η οποία να περιλαμβάνει τη συλλογή ποικίλων πληροφοριών με διαφορετικές μεθόδους και από πολλές πηγές και να διεξάγεται από μια διεπιστημονική ομάδα (Χατζηχρήστου, 2004). Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σωστή, ειδική και εξατομικευμένη αντιμετώπιση, καθώς και με συμπαράσταση από το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, θα εξασφαλίσουν την πλέον αισιόδοξη πρόγνωση για βελτίωση της εξέλιξης και της ακαδημαϊκής επίδοσής του.
Συγγραφή και επιμέλεια άρθρου:
Τσιαφούλη Βάλια, Ειδική Παιδαγωγός
Βιβλιογραφία
  • Bender, W.N. (1987), Secondary personality and behavioural problems in adolescents with learning disabilities. JournalLearningDisabilities, 20, 280-285.
  • Καλαντζή-Αζίζι, Α. (2003), Διδακτικές σημειώσεις- Μάθημα: Γνωσιακές / Συμπεριφοριστικές Προσεγγίσεις στην Ψυχοθεραπεία. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών-Τομέας Ψυχολογίας.
  • Σπαντιδάκης Ι. Προβλήματα Παραγωγής Γραπτού Λόγου Παιδιών Σχολικής Ηλικίας, 1η έκδοση. Ελληνικά Γράμματα . Αθήνα, 2004: 42-45.
  • Στασινός, Δ. Π. (2009). Ψυχολογία του λόγου και της γλώσσας: Ανάπτυξη και παθολογία, δυσλεξία και λογοθεραπεία. Αθήνα: Gutenberg.
  • Στασινός, Δ. (2013). Η Ειδική εκπαίδευση 2020, για μία συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση στο νέο- ψηφιακό σχολείο με ψηφιακούς μαθητές. Αθήνα: Παπαζήση.
  • Φλωράτου ΜΜ. Μαθησιακές Δυσκολίες και Όχι τεμπελιά. Αθήνα: Οδυσσέας 2005:7-15.
  • Χατζηχρήστου, Χ. (2004). Εισαγωγή στη σχολική ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Αναδημοσίευση από: http://www.anadrassi.gr

10/11/15

Αίθουσα Δημιουργικής Απασχόλησης

Στο χώρο μας λειτουργεί και αίθουσα Δημιουργικής Απασχόλησης για τους μαθητές μας και όχι μόνο. Ένας χώρος εξοπλισμένος και διαμορφωμένος με τέτοιο τρόπο που να εμπνέει την ηρεμία και τη χαλάρωση που έχει ανάγκη το παιδί και ταυτόχρονα μέσα από το παιχνίδι να αναπτύσσει τις δεξιότητές του, να μαθαίνει και να δημιουργεί. Ο χώρος αυτός είναι ανοιχτός κάθε μέρα για τα παιδιά (το Σάββατο εως τις 14:30) εκτός από τις Κυριακές. 




Τι πρέπει να λέει ένα παιδί σύμφωνα με την ηλικία του!


Η ανάπτυξη της ομιλίας, ξεκινά από την βρεφική ηλικία, από τους πρώτους δηλαδή μήνες της ζωής και ολοκληρώνεται με την κατάκτηση του φωνολογικού συστήματος, στην ηλικία μεταξύ των πέντε και επτά ετών. 

Η ομιλία ενός μωρού κατά τους πρώτους μήνες της γέννησής του, ως γνωστό, περιορίζεται σε μερικούς μόνο ήχους όπως: φωνήεντα (α, ααα κ.α) και  μερικούς διχειλικούς ήχους (π, πππ, μπ, μπμπ κλπ). Αυτό, οφείλεται στην αδυναμία των μυών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομιλίας και στο προσωρινά, ανώριμο φωνολογικό σύστημα.

Μεγαλώνοντας ηλικιακά το παιδί,  αρχίζει να ωριμάζει και το φωνολογικό του σύστημα και να δυναμώνουν οι μύες που βοηθούν στην κίνηση των αρθρωτών (αρθρωτές είναι, τα όργανα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του έναρθρου λόγου, π.χ δόντια, γλώσσα, χείλη, γνάθος κλπ.). Η κίνηση των μεγαλύτερων αρθρωτών π.χ γνάθος, ξεκινά από 6-8 μηνών. Αρχικά, περιορίζεται σε μερικές μόνο κινήσεις οι οποίες ολοένα και αυξάνουν με την ανάπτυξη του παιδιού.

Έτσι λοιπόν ένα παιδί: 

6-11 μηνών
  • Μιμείται ήχους
  • Παράγει συλλαβές,  είτε, επαναλαμβανόμενα μία είτε, δυο-τρείς μαζί, π.χ : μαμαμα.., μπαμπαμμμ, τατα.., μπατα, μπαματα κ.α.
  • Εμφανίζει προσωδιακά στοιχεία
12-18 μηνών 
  • Ηχολαλεί 
  • Παράγει ορισμένα σύμφωνα 
  • Παράγει λέξεις με ακολουθία σύμφωνο - φωνήεν
  • Οι παραγόμενες λέξεις, είναι λέξεις με νόημα
  • Μπορεί να παράγει έως 3 λέξεις στη σειρά
  • Έχει στο ρεπερτόριό του έως 50 λέξεις, κυρίως ουσιαστικά
18-36 μηνών 
  • Έχει πιο κατανοητή ομιλία
  • Σχηματίζει απλές προτάσεις με ουσιαστικά και ρήματα
  • Χρησιμοποιεί προσωπικές αντωνυμίες 
  • Απαντά σε ερωτήσεις π.χ τι είναι αυτό;
  • Ονομάζει μερικά μέρη του σώματος
  • Έχει στο ρεπερτόριο 100 περίπου λέξεις ή και περισσότερες
  • Δεν έχει κατακτήσει ακόμη όλα τα σύμφωνα.

Η κατάκτηση των συμφώνων ξεκινά περίπου από την ηλικία των 2 ετών και ολοκληρώνεται  στην ηλικία των 6.  Ωστόσο, η κατάκτηση κάποιων φωνημάτων ή συμφωνικών συμπλεγμάτων μπορεί να ολοκληρωθεί στην ηλικία των  7 ετών. Κάθε σύμφωνο έχει διαφορετική ηλικία κατάκτησης και δικό του χρονικό όριο κατάκτησης.


Έτσι προκύπτει: 


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΕΙ ΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ

2.6-3.0
( π, μπ, μ ,τ ,κ, γκ )
3.00-3.6
( ντ, χ, γ, β )
3.6-4.0
( φ,λ,σ,ζ )
4.00-4.6
( δ, θ, )
4.6-5.6
( τσ, τζ )
5.6-6.0
( ρ )


Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να παραλείπεται το γεγονός ότι κάθε παιδί έχει το δικό του αναπτυξιακό ρυθμό. Όμως, η κατάκτηση των δεξιοτήτων θα πρέπει να είναι εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων.
 
Έλσυ Χ. Δαχτυλούδη - Λογοθεραπεύτρια
πηγές:
Βρυώνης, Γ. (2004). Παιδιατρική. Ιωάννινα: Εφύρα ΑΕ. Kανακούδη-Τσακαλίδου, Φ. & Κατζός, Γ. (2007). Βασική παιδιατρική δεύτερη έκδοση. Θεσσαλονίκη: University studio Press Κατή, Δ. (2009). Γλώσσα και επικοινωνία στο παιδί Ζ’ έκδοση. Αθήνα: Οδυσσέας. Νικολόπουλος, Δ. (2008). Γλωσσική ανάπτυξη και διαταραχές. Αθήνα.