24/10/15

Δημιουργικές δραστηριότητες για παιδιά!

Στα παιδιά αρέσει να ζωγραφίζουν και να σχεδιάζουν και η ζωγραφική είναι συνήθως από τις πρώτες δημιουργικές δραστηριότητες με τις οποίες ασχολούνται.
Όταν ένα παιδί αρχίζει να ζωγραφίζει συνήθως πιέζει τον μαρκαδόρο ή την μπογιά συνεχόμενα πάνω στο χαρτί και κουνάει το χέρι με μια τοξοειδή τροχιά για να φτιάξει ορνιθοσκαλίσματα. Στην συνέχεια αρχίζει να σηκώνει τον μαρκαδόρο από το χαρτί και οι μουντζούρες συνδυάζονται με τελίτσες, γραμμές και ακανόνιστα σχήματα.           Σιγά σιγά, καθώς αρχίζει να δίνει περισσότερο μορφή στις ζωγραφιές του, παίρνει μεγάλη ικανοποίηση απ’ αυτή την δραστηριότητα και εμείς μπορούμε να καταλάβουμε πολλά πράγματα για τα αισθήματά του και το πώς βλέπει τον κόσμο. Αξίζει λοιπόν να ενθαρρύνουμε την δραστηριότητα αυτή καθώς επίσης γιατί όχι να την εμπλουτίσουμε και με άλλα υλικά.
Κραγιόνια και μαρκαδόροι
Είναι τα πρώτα υλικά συνήθως με τα οποία πειραματίζονται τα μικρά παιδιά. Τα κοντά και χοντρά κραγιόνια είναι πιο εύχρηστα για μικρά χεράκια καθώς τα λεπτά και μακριά συνήθως σπάνε εύκολά κάτω απ’ την πίεση που ασκούν τα παιδιά. Για πιο λεπτές γραμμές προτιμούμε τους μαρκαδόρους, πρέπει όμως να βεβαιωθούμε ότι το παιδί βάζει πάντα το καπάκι όταν δεν χρησιμοποιεί τον μαρκαδόρο. Κάποια παιδιά είναι πολύ ευσυνείδητα σ’ αυτό το θέμα αλλά πάντα πρέπει να το ελέγχουμε όταν τελειώνει η ώρα της ζωγραφικής.
Δαχτυλομπογιές 
Οι δαχτυλομπογιές είναι από τις αγαπημένες δραστηριότητες των παιδιών, γιατί έρχονται απευθείας σε επαφή με το υλικό βουτώντας τα δαχτυλάκια τους μέσα στο χρώμα. Οι δημιουργίες μπορεί να είναι πιο «αφηρημένες» και να προκαλείται μεγαλύτερη αναστάτωση στο χώρο, αλλά με λίγη οργάνωση θα αποφύγουμε τα πολλά λερώματα.
Άλλα υλικά που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε με τις δαχτυλομπογιές: Πινέλα, σφουγγαράκι του μέικαπ, τσαλακωμένο χαρτί, διάφορα σχήματα κομμένα από το σφουγγαράκι του μπάνιου, μπατονέτες για τ’ αυτιά και μπαλίτσες από βαμβάκι.
Ζωγραφική με την μέθοδο του πιτσιλίσματος
Η μέθοδος αυτή δημιουργεί ακαταστασία, αλλά έχει πλάκα. Το παιδί βουτάει το πινέλο σε άφθονη μπογιά, το κρατάει με την μπογιά να στάζει πάνω στο χαρτί και το χτυπάει ελαφρά. Αν βάλουμε πάνω στο χαρτί σχήματα από χαρτόνι πριν από το πιτσίλισμα, στο τέλος τα αποτελέσματα θα είναι εντυπωσιακά.
Αποτυπώματα με πατάτα
Κόβουμε μια πατάτα στην μέση και χαράζουμε στο κομμένο άκρο ένα απλό σχέδιο όπως μια καρδιά, ένα αστέρι, σχήματα κ.τ.λ. Αφαιρούμε τα περιττά κομμάτια, αλείφουμε το σχέδιό μας με μπογιά και αφήνουμε το παιδί να δημιουργήσει την ζωγραφιά του πιέζοντας την πατάτα στο χαρτί.
Αποτυπώματα φύλλων
Μαζεύουμε μερικά φύλλα. Βάφουμε όλη την επιφάνεια του φύλλου φροντίζοντας να μην βάλουμε υπερβολική ποσότητα μπογιάς και πιέζουμε το φύλλο πάνω στο χαρτί.
Ζωγραφική με φύσημα
Φτιάχνουμε ένα νερουλό μείγμα από μπογιά και νερό και βάζουμε το μίγμα σε ένα ρηχό ταψάκι. Δίνουμε στο παιδί ένα καλαμάκι και το αφήνουμε να φυσήξει την μπογιά εδώ και εκεί. Τα χρώματα ανακατεύονται μεταξύ τους και έτσι το αποτέλεσμα αποκτά πιο πολύ ενδιαφέρον και το παιδί μαθαίνει για την ανάμειξη των χρωμάτων.
Ζωγραφική με σφουγγάρι 
Δίνουμε στο παιδί μας σφουγγαράκια διαφόρων σχημάτων και ένα αρκετά μεγάλο χαρτόνι. Το μαθαίνουμε πώς να βουτάει το κάθε σφουγγάρι στη μπογιά και να το χτυπάει ελαφρά σε ένα πρόχειρο χαρτί για να φύγει η παραπανίσια μπογιά. Είναι καλύτερα να έχουμε ένα σφουγγαράκι για κάθε χρώμα παρά ένα για όλα. Η δραστηριότητα αυτή μαζί με τα αποτυπώματα πατάτας αποτελεί μια καλή εισαγωγή στις έννοιες των σχημάτων.

πηγή: http://www.infochildren.com

23/10/15

Τι καθορίζει τη σχολική επίδοση των μαθητών!

Είναι γνωστό ότι, μέσα στη σχολική τάξη, υπάρχουν μαθητές με διαφοροποιημένες επιδόσεις στα μαθήματα, γεγονός που καταγράφεται στα «βαθμολόγια» που επιδίδει το σχολείο, είτε στη διάρκεια της εκπαιδευτικής χρονιάς είτε στο τέλος της.

Μια ματιά μόνο στην κατανομή των βαθμών πάνω στους οποίους «αποτυπώνεται» η σχολική επίδοση των μαθητών, αναδεικνύει αυτό που και η κοινή εμπειρία παραδέχεται, δηλαδή την ανισοκατανομή της σχολικής βαθμολογίας.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη που διέπει και διαπερνάει τόσο το σχολικό περιβάλλον όσο και τον εξωσχολικό χώρο, οι μαθητές αναγορεύονται ως οι κύριοι υπεύθυνοι για τις σχολικές τους επιδόσεις, οι οποίες, μάλιστα, θεωρούνται φυσικό αποτέλεσμα είτε των ατομικών διαφορών τους στις ικανότητες, είτε του «είδους» της φιλομάθειας, μεθοδικότητας, επιμέλειας, εργατικότητας που τους διακρίνει.

Φαίνεται ξεκάθαρα, ότι η «κοινή γνώμη» προσυπογράφει με βεβαιότητα την δοξασία, ότι οι χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα και η σχολική αποτυχία - σΪ ένα σχολείο, μάλιστα, που στηρίζεται στις «αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας» απέναντι σΪ όλους τους υποψήφιους τρόφιμούς του - συνδέονται αποκλειστικά είτε με την έλλειψη «φυσικών χαρισμάτων - έμφυτων ικανοτήτων», είτε με την «αδιαφορία, οκνηρία, αμέλεια» των μαθητευόμενων.

Οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για την επίδοση των μαθητών τους

Τόσο η έρευνα όσο και η εμπειρία έχουν αποδείξει ότι δεν υπάρχει ενιαία στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στην ανισότητα της σχολικής επίδοσης των μαθητών τους. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η κυριαρχία της παιδαγωγικής ψυχολογίας προσανατολίζει τους εκπαιδευτικούς να αναζητήσουν και τη ρίζα και τις λύσεις των προβλημάτων των μαθητών στα ίδια τα άτομα. Παράλληλα, το γεγονός ότι πολλοί από τους εκπαιδευτικούς ανελίχτηκαν προσωπικά μέσω της εκπαίδευσης, δημιουργεί τις κοινωνιο-ψυχολογικές προϋποθέσεις για την εσωτερίκευση της χαρισματικής ιδεολογίας. "Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια", "δεν μπορούμε να εξομοιώνουμε όλα τα μυαλά", "έχω μαθητές που δεν ενδιαφέρονται καθόλου, δε γίνεται τίποτε", "ντουβάρια μπαίνουν, κούτσουρα βγαίνουν". Είναι οι συνηθισμένες απαντήσεις όσων δεν βλέπουν στα παιδιά των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, στον ίδιο τον τρόπο ύπαρξής τους, τίποτε άλλο από ελλείψεις και μειονεκτήματα.

Τα αποτελέσματα, όμως, πλήθους ερευνών έχουν αποδείξει ότι η σχολική επίδοση δεν είναι σε καμιά περίπτωση αποκλειστική ευθύνη του μαθητή, πολύ περισσότερο, δεν είναι καν αποκλειστικά παιδαγωγικό αντικείμενο. Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητο να «αναλυθεί» το έδαφος στο οποίο «λιπαίνεται» η σχολική αποτυχία, να ανιχνευθεί η «ταυτότητά» της, κοντολογίς να αναδειχθεί η διαδικασία γένεσης του «κακού» μαθητή.

Είναι γνωστό ότι αρκετές φορές η τύφλωση στις κοινωνικές ανισότητες «καταδικάζει» πολλούς ανθρώπους ώστε να εξηγούν ακόμη και τις ανισότητες στα θέματα της σχολικής επίδοσης ως ανισότητες φυσικών χαρισμάτων τα οποία έχει ή δεν έχει ο μαθητευόμενος από τη γέννησή του. Έτσι, εύκολα, μπορεί να διαφύγει ότι οι διαφορετικές σχολικές επιδόσεις που έχουν διαφορετικοί μαθητές μπορεί να μην είναι παρά το αποτέλεσμα της έως τότε συνολικής διαμόρφωσης της προσωπικότητά τους μέσα σε διαφοροποιημένα, δηλαδή κοινωνικο - οικονομικά προσδιορισμένα οικογενειακά περιβάλλοντα. Τις περισσότερες φορές πίσω από τους μαθητές που «δεν παίρνουν τα γράμματα» βρίσκονται περιβάλλοντα φτωχά, μειονεκτικά, ανίσχυρα, με χαμηλές προσδοκίες, μοιρολατρία, άγνοια, γονείς «ανεπαρκείς, αδιάφοροι, αδύναμοι».

Το σχολικό σύστημα «λειτουργεί» για όλους τους μαθητές με τους ίδιους διδάσκοντες, τα ίδια βιβλία, τις ίδιες περίπου συνθήκες στην εκπαιδευτική πράξη και αυτό βέβαια προβάλλεται σαν αδιαμφισβήτητο τεκμήριο αντικειμενικότητας καθώς το σχολικό μήνυμα εκπέμπεται με τον ίδιο τρόπο σΪ όλους τους μαθητευόμενους.

Είναι όμως γνωστό ότι ο ομοιογενής τρόπος με τον οποίο προσφέρεται μια γνώση δεν διασφαλίζει υποχρεωτικά και ομοιογενή αποτελέσματα αφού σε μια κοινωνία τα άτομα διαφοροποιούνται μεταξύ τους σημαντικά καθώς προέρχονται από διάφορες κοινωνικές αφετηρίες. Έτσι δεν είναι καθόλου περίεργο που ενώ όλοι είναι αποδέκτες του ίδιου σχολικού μηνύματος στο τέλος δεν σημειώνουν και τις ανάλογες σχολικές επιδόσεις.

Η συγκάλυψη - αγνόηση της «δραστικής» σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην σχολική αποτυχία και στο οικογενειακό περιβάλλον του μαθητή (επάγγελμα και εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων, εισόδημα και κοινωνική θέση), δρομολογεί απόψεις που αθωώνουν την κοινωνική ανισότητα και ερμηνεύουν την διαφοροποίηση στις σχολικές επιδόσεις στη βάση της ύπαρξης ή της απουσίας ατομικών - έμφυτων χαρισμάτων των μαθητών.

Είναι φανερό ότι οι μαθητές κουβαλούν και εκφράζουν στο «παζάρι» της τάξης ό,τι είναι και «ό,τι αξίζουν» στο κοινωνικό επίπεδο και από την άποψη αυτή η δραστηριότητά τους στην τάξη ξεπερνά τους τοίχους της καθώς δρουν κινούμενοι ως εντολοδόχοι και αντιπρόσωποι των κοινωνικών ομάδων στις οποίες ανήκουν.

Η ευθύνη του σχολείου

Πέρα όμως από την πραγματικότητα αυτή, που «αναδύει» αβίαστα από μια «ματιά» στις μαθητικές καρτέλες των σχολείων ή μια εκ βαθέων «συνέντευξη» του εκπαιδευτικού με το παιδί που «δεν παίρνει τα γράμματα» , υπάρχει και μια άλλη πλευρά στη «λογική» της σχολικής αποτυχίας. Ενώ τα συμβαλλόμενα «υποκείμενα» της σχολικής επίδοσης αρχίζουν από τους στόχους - σκοπούς του σχολικού συστήματος, την υποδομή του σχολείου, τα αναλυτικά προγράμματα, την καταλληλότητα των βιβλίων, την ποιότητα της διδασκαλίας, τους ρυθμούς της διδασκαλίας και φτάνουν μέχρι την ποιότητα της εκπαίδευσης - επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, την επαρκή μισθοδοσία τους, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των οικογενειών των μαθητών κ.λπ., οι ευθύνες για την σχολική αποτυχία επικεντρώνονται αποκλειστικά στο μαθητή.

Κι ενώ το ίδιο το σχολείο δέχεται ότι χωρίς τη συμβολή του δασκάλου δεν είναι δυνατή η επίτευξη παιδαγωγικού αποτελέσματος, ταυτόχρονα θεωρεί τον μαθητή αποκλειστικά υπεύθυνο για το είδος της επίδοσής του. Δηλαδή, μΪ έναν ταχυδακτυλουργικό τρόπο, μετατοπίζει την ευθύνη από το ζεύγος της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης στο ένα της άκρο, το πιο αδύναμο, τον μαθητή.

Όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι το ίδιο το σχολείο έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης και άμεση συμμετοχή στην παθολογία της σχολικής αποτυχίας, αφού κιΪ όταν ακόμη ανακοινώνει ότι ενδιαφέρεται για τον μαθητή, όταν επαγγέλλεται «ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση», «ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητας», «αντισταθμιστική εκπαίδευση», «μείωση των ανισοτήτων» και άλλα «ηχηρά παρόμοια», σπάνια μετατρέπει το «ενδιαφέρον» του σε πράξη. Το ίδιο το σχολικό σύστημα αποδίδει λανθασμένα τη διαφοροποίηση των παιδιών στις σχολικές επιδόσεις στις ελλείψεις τους ή στα πλεονεκτήματά τους και όχι στη δική του ανικανότητα να προσφέρει στον καθένα ό,τι χρειάζεται.

Το σχολείο ρίχνοντας το βάρος του στη λειτουργία της επιλογής επικεντρώνει το ρόλο του όχι στην με κάθε τρόπο προσπάθεια παροχής βασικών προσόντων και εφοδίων σε όλους τους μαθητές αλλά πετώντας «την ήρα από το στάρι», ουσιαστικά διχοτομώντας και τριχοτομώντας το μαθητικό πληθυσμό στους «άριστους», στους «μέτριους» και στους «κακούς», αυτούς που «δεν παίρνουν τα γράμματα».

Γιατί, βέβαια, αντί το σχολικό σύστημα να διαθέτει μέσα και μεθόδους παιδείας που αξιοποιούν όλους τους μαθητές με στόχο την αυτοανάπτυξή τους, αντί να βρίσκει τις μεθόδους και τις τεχνικές εκείνες που θα μεταδίδουν - και σΪ εκείνους που μεταφέρουν από το οικογενειακό τους περιβάλλον «μορφωτικά μειονεκτήματα» - την ποσότητα και την ποιότητα γνώσεων που αντιστοιχούν σε κάθε επίπεδο, ασχολείται με αποκλειστική «μανία» στο πως θα εντοπίσει τους «ικανούς» και τους «ανίκανους».

Την ίδια στιγμή «ράβει» στα μέτρα του το ρόλο ενός εκπαιδευτικού, ο οποίος εμποτισμένος από μια λογική που αντιλαμβάνεται τους καλούς μαθητές ως επιμελείς και ικανούς και τους κακούς μαθητές ως τεμπέληδες και ανίκανους, και κάτω από το βάρος ενός αναλυτικού προγράμματος που «τρέχει» στις υπερφορτωμένες και «πολύχρωμες» τάξεις, «στιγματίζει» με την απορριπτική βαθμολογία αλλά και με τη στάση του (περιφρόνηση, υποτίμηση) ένα μέρος του μαθητικού πληθυσμού.

Είναι αποκαλυπτικά τα λόγια ενός εκπαιδευτικού «Όταν πρωτοπήγα στο Γυμνάσιο αυτό, γρήγορα κατάλαβα ότι αρκετοί από τους μαθητές που είχαν πολύ χαμηλές επιδόσεις και έμεναν ανεξεταστέοι ή απορρίπτονταν είχαν συνήθως κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά, ήταν απλά παιδιά παραμελημένα... Οι γονείς, όλη τη μέρα στο μεροκάματο, οι περισσότεροι αγράμματοι...Ποιος βοηθούσε αυτά τα παιδιά; Ποιος τα έλεγχε αν διάβασαν ή ακόμη και αν έφαγαν ή πόσες ώρες «εγκαταλείφθηκαν» στην τηλεόραση; Έπειτα, να ... το σχολείο, το πρόγραμμα... πως να σταθείς πάνω από τον κάθε μαθητή ; πώς να περιμένεις το Νικολάκη που δυσκολεύεται να απαντήσει ; πώς να αισθανθείς αν ο Κωστάκης κατάλαβε το μάθημα όταν η διδακτέα ύλη που πρέπει να «βγει» δεν σου αφήνει περιθώρια για παρόμοιες ευαισθησίες ; «Πρέπει να βγει η ύλη»... Το μόνιμο «άγχος» του σχολικού μας συστήματος...Έτσι μερικές φορές, έπιανα τον εαυτό μου να «προχωράει»,άθελά μου, με τους 10-12 μαθητές που ανταποκρίνονται στα γρήγορα...Τελικά τίποτα δεν είναι πιο άνισο από ένα σχολείο «ίσο» για παιδιά άνισα...». 


Του Χρήστου Κάτσικα    
πηγή: www.xkatsikas.gr

22/10/15

Συμβουλές στους γονείς για τη καθημερινή μελέτη των παιδιών τους στο σπίτι!

Οι περισσότεροι γονείς σήμερα αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα όταν έρχεται η στιγμή να μελετήσει το παιδί στο σπίτι τα μαθήματα της επόμενης ημέρας, με αποτέλεσμα να να μην γίνεται πολλές φορές σωστά και ολοκληρωμένα η μελέτη του παιδιού ή να γίνεται με τσακωμούς και φωνές.
Υπάρχουν όμως κάποια βήματα που αν τα ακολουθήσουμε θα αποφευχθούν όλα αυτά.

Βήμα 1ο: Οργάνωση χώρου

Η οργάνωση είναι το Α και το Ω ώστε ένα παιδί να ξεκινήσει τη μελέτη. Τι κάνουμε λοιπόν; Διαμορφώνουμε κατάλληλα το χώρο και φροντίζουμε να είναι όλα τα απαραίτητα για το διάβασμα ώστε το παιδί να μη χάνει χρόνο ύστερα και να αποσυντονίζετε στο να ψάχνει πράγματα.

Βήμα 2ο: Χρονοδιάγραμμα

Φτιάχνουμε ένα χρονοδιάγραμμα μελέτης σε συνεννόηση με το παιδί, το οποίο θα περιλαμβάνει και ολιγόλεπτα διαλείμματα ώστε να αποφορτίζεται και να μην κουράζεται.

Βήμα 3ο: Καθοδήγηση

Βάζουμε τις εργασίες του παιδιού σε μια σειρά ξεκινώντας από τη δυσκολότερη γιατί το παιδί στην αρχή θα είναι ξεκούραστο, το βοηθάμε να ξεκινήσει κι έπειτα το αφήνουμε μόνο του να συνεχίσει.

Βήμα 4ο: Αντιμετώπιση δυσκολιών

Όταν το παιδί δυσκολεύεται και φτάσει σε αδιέξοδο, τότε επεμβαίνουμε και το βοηθάμε κάνοντάς του ερωτήσεις που η απάντησή τους θα το οδηγήσει στη λύση. Αν και πάλι δεν μπορεί να βρεί την απάντηση, του την εξηγούμε μέχρι να βεβαιωθούμε ότι την έχει κατανοήσει.

Βήμα 5ο: Ενθάρρυνση και θετικότητα

Όταν το παιδί κουραστεί και δυσανασχετεί το ενθαρρύνουμε και του τονώνουμε την ψυχολογία ώστε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις εργασίες του.

Βήμα 6ο: Αίσθηση του χρόνου

Χρησιμοποιούμε ένα ρολόι ή ένα χρονόμετρο ώστε το παιδί να έχει την αίσθηση του χρόνου όταν διαβάζει και να ολοκληρώνει τις εργασίες του πιο γρήγορα.

Βήμα 7ο: Τελειώνοντας τη μελέτη

Μαθαίνουμε στο παιδί να ελέγχει πάντα αυτά που έχει γράψει και του δείχνουμε πως να φτιάχνει μόνο του την τσάντα του για την επόμενη μέρα. Για παράδειγμα, είναι άσχημο όταν το παιδί λέει καμιά φορά πως η μαμά του δεν του έβαλε το τετράδιο των μαθηματικών στην τσάντα. 

Τι ΔΕΝ κάνουμε:
  • Δεν δίνουμε ΠΟΤΕ στο παιδί έτοιμες τις απαντήσεις
  • Δεν καθόμαστε από πάνω του
  • Δεν διαβάζουμε εμείς τις εκφωνήσεις. Αφήνουμε το παιδί να το κάνει για να κατανοήσει και το ζητούμενο της άσκησης
  • Δεν πρέπει να χάνουμε ποτέ την ψυχραιμία μας
  • Δεν χρησιμοποιούμε ΠΟΤΕ λεκτική ή σωματική βία
  • Δεν συγκρίνουμε τις επιδόσεις του παιδιού με αυτές άλλων παιδιών
  • Δεν μειώνουμε το παιδί για την απόδοσή του, αντίθετα το επιβραβεύουμε για την προσπάθειά του ακόμη κι αν δεν έχει επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα
  • Δεν προσπαθούμε να μάθει το παιδί το μάθημα παπαγαλία. Του κάνουμε μικρές ερωτήσεις ώστε να βεβαιωθούμε ότι το έχει κατανοήσει. 

Καλτσάς Κωνσταντίνος
Φιλόλογος - Νηπιαγωγός
Ειδικός Παιδαγωγός



Συμβουλές για γονείς παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες!


Η έγκυρη αναγνώριση και συνειδητοποίηση από τους γονείς των ψυχολογικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών παραγόντων που εμπλέκονται στο πρόβλημα του παιδιού τους είναι το πιο σημαντικό εφόδιο στην προσπάθεια σχεδιασμού μιας αποτελεσματικής παρέμβασης, που κυρίως στοχεύει να ενισχύσει την αίσθηση ικανότητας, αυτάρκεια, και προσωπικού ελέγχου που έχει το παιδί για ό,τι αφορά τη ζωή του. Οι προσπάθειες, τόσο των γονιών όσο και των εκπαιδευτικών θα πρέπει να έχουν ως γνώμονα και τελικό στόχο:
  1. Την διαμόρφωση στο σπίτι και στο σχολείο ενός περιβάλλοντος που συντελεί όχι μόνο στο να πετύχει το παιδί, αλλά και να βιώσει αυτή του την επιτυχία ως αποτέλεσμα κυρίως των δικών του προσπαθειών και ικανοτήτων. Για να συμβεί αυτό πρέπει να ενδυναμώσουμε το παιδί και να ενισχύσουμε την αίσθηση ότι έχει το ίδιο προσωπικά το έλεγχο και την ευθύνη για τη ζωή του. Οι γονείς δεν πρέπει να κάνουν εκείνοι την δουλειά του παιδιού, αλλά να το βοηθήσουν να οργανώσει τις προσπάθειες και τις δυνάμεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτύχει το ίδιο το επιθυμητό ή παραπλήσιο αποτέλεσμα. Μ'αυτόν τον τρόπο επικοινωνούν στο παιδί την αποδοχή και την εκτίμησή τους, ενισχύουν την αυτοπεποίθησή του, βοηθούν στην εσωτερική του ηρεμία, το κινητοποιούν να πετύχει περισσότερα, ενώ ενθαρρύνουν την αυτονομία του. 
  2. Την δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενισχύει την πεποίθηση στο παιδί ότι τα λάθη και αποτυχίες δεν είναι μόνο αποδεκτές, αλλά είναι αναμενόμενα, και πρέπει να τα βλέπουμε σαν ευκαιρίες για μάθηση. Με άλλα λόγια ,να επιδιώκουμε το δύσκολο πράγματι καθήκον, να πείσουμε τα παιδιά που είναι ευάλωτα σε αποτυχίες - πολλά εκ των οποίων νιώθουν ηττημένα και κουρασμένα μετά από χρόνια απογοητεύσεων και αποτυχιών - ότι οι αποτυχίες τους μπορεί να τα οδηγήσουν στην επιτυχία.
Προκειμένου να είναι αποτελεσματικός ένας γονιός που έχει παιδί με μαθησιακές δυσκολίες πρέπει να είναι πάνω από όλα αποτελεσματικός μάνατζερ. Η αλληλεπίδρασή του με το παιδί πρέπει να είναι προβλέψιμη, και να βασίζεται στην συνέπεια, και κυρίως στην κατανόηση των χρόνιων δυσκολιών που το παιδί είναι πιθανό να αντιμετωπίσει. Θα ήταν ίσως χρήσιμο να έχει υπόψιν του τα παρακάτω:
Ενημέρωση-εκπαίδευση γονέων:
  • Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν για όλα τα ζητήματα που σχετίζονται και οριοθετούν τη διαταραχή: αναπτυξιακά, μαθησιακά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά.
  • Πρέπει επίσης να παρατηρούν το παιδί σε όλες της εκδηλώσεις της ζωής του ώστε να έχουν μία όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις ικανότητες και τις αδυναμίες του.
Ανεπάρκεια του παιδιού, όχι μη-συμμόρφωση:
  • Γονείς & εκπαιδευτικοί πρέπει να κατανοήσουν ότι τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες συνήθως παρουσιάζουν, χωρίς να το επιδιώκουν, προβληματική συμπεριφορά, ή οποία οφείλεται κυρίως στην εγγένει αδυναμία τους να χρησιμοποιήσουν με συνέπεια εκτελεστικές δεξιότητες. Δεν προκαλούν σκόπιμα προβλήματα , όπως τα παιδιά που συνειδητά επιλέγουν να μη συμμορφωθούν με οδηγίες και κανόνες.
Θετικές κατευθύνσεις προς τα παιδιά: 
  • Με το να λέμε στα παιδιά τι να κάνουν, παρά τι να μην κάνουν τους δίνουμε έναυσμα και κίνητρα για δράση, χωρίς να τα αποτρέπουμε. Ο στόχος μας που είναι να χτίσουμε τις δυνάμεις του παιδιού, κι όχι να μεγεθύνουμε τις αδυναμίες του επιτυγχάνεται πολύ καλύτερα με τέτοιου είδους προτροπές.
  • Στο ίδιο θετικό πλαίσιο πρέπει οι γονείς να θέτουνε κάποιους κανόνες, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια.
  • Συναισθηματικές αντιδράσεις των γονιών, όπως ο θυμός, η γελοιοποίηση, ή ο χλευασμός του παιδιού καλό είναι να αποφεύγονται. Ο γονιός δεν πρέπει να ξεχνά ότι το παιδί έχει πρόβλημα με τον έλεγχο της συμπεριφοράς του, και ότι μόνο χειρότερα μπορεί να νιώσει εάν του πει: "αυτή η εργασία που σου έβαλα να κάνεις είναι πολύ εύκολη. Ο καθένας θα μπορούσε να την κάνει!…". Αντί να πει ο γονιός στο παιδί: "εάν προσπαθούσες περισσότερο θα τα πήγαινες καλύτερα...", ή "εάν έδειχνες πιο συχνά την απαραίτητη προσοχή και δεν τεμπέλιαζες, θα είχες καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο", θα ήταν πιο αποτελεσματικό να του πει: "Νομίζω ότι προσπαθείς, πιστεύω όμως ότι το πρόβλημα μπορεί να οφείλεται στο ότι οι τρόποι/ τεχνικές που χρησιμοποιείς για να μάθεις, ή οι τεχνικές που οι δάσκαλοί σου χρησιμοποιούν δεν είναι οι καλύτερες δυνατές…". Τέτοιου είδους σχόλια από τη μια δεν ωθούν το παιδί σε αμυντικότητα, κι από την άλλη μπορεί να το κάνουν να αναρωτηθεί τι σημαίνει "τεχνική" μάθησης, και να αποτελέσουν έτσι αφετηρία ενός δημιουργικού διαλόγου με το παιδί που θα ενισχύσει το κριτικό του πνεύμα και την πληροφόρησή του σχετικά με τη χρήση αποτελεσματικών τεχνικών μάθησης κι επικοινωνίας.
Τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες χρειάζονται συχνότερη επανατροφοδότηση για τις επιδόσεις και τη συμπεριφορά τους από τους γονείς και τους δασκάλους.
Οι γονείς πρέπει να "χτίζουν" τη σχέση τους με το παιδί:
  • Οι γονείς πρέπει να θυμούνται πως η σχέση τους με το παιδί μπορεί να περάσει δοκιμασίες. Είναι πολύ σημαντικό να ξοδεύουν αρκετό χρόνο με το παιδί για να διατηρήσουν τη σχέση τους ζωντανή και λειτουργική. Καλό θα ήταν να βρουν - μέσα από τη συζήτησή τους με το παιδί - μια ευχάριστη δραστηριότητα και να αλληλεπιδρούν έτσι, τουλάχιστον μερικές φορές την εβδομάδα.
Αμοιβές:
  • Τα παιδιά αυτά χρειάζονται να αμείβονται πιο συχνά, και με συνέπεια. Τόσο οι κοινωνικοί ενισχυτές (επιδοκιμασία), όσο και οι υλικές αμοιβές (παιχνίδια, ιδιαίτερη μεταχείριση και προνόμια) είναι καλό να προσφέρονται σε μεγαλύτερο βαθμό κάθε φορά που το παιδί συνεργάζεται ή έχει κάποια επιτυχία. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες δέχονται συνήθως λιγότερες θετικές ενισχύσεις από ότι τα αδερφάκια τους. Πρέπει, λοιπόν, οι γονείς να προσπαθούν να κρατήσουν κάποια ισορροπία. 
  • Τάϊμινγκ: Οι συνέπειες - τόσο οι αμοιβές, όσο και οι τιμωρίες - που τα παιδιά αποκομίζουν από τη συμπεριφορά τους πρέπει να μην απέχουν χρονικά από την συμπεριφορά και να ακολουθούν τη συμπεριφορά κάθε φορά που το παιδί ενεργεί μ'αυτόν τον τρόπο (ταχύτητα & συνέπεια).
  • Πρόγραμμα παροχής-αφαίρεσης αμοιβών: Σύμφωνα μ'αυτό, παρέχουμε από την αρχή της ημέρας όλους τους θετικούς ενισχυτές (αμοιβές) στο παιδί και το παιδί θα πρέπει επιδεικνύοντας την επιθυμητή συμπεριφορά να τους διατηρήσει, σε αντίθετη περίπτωση αφαιρούνται. Ή μπορεί το παιδί να ξεκινήσει από το μηδέν, δίνοντάς του όμως την ευκαιρία να κερδίσει κατά τη διάρκεια της ημέρας 3 ή και 5 φορές περισσότερους ενισχυτές ως αντάλλαγμα για την θετική του συμπεριφορά, σε σχέση με αυτές τις αμοιβές που θα χάσει εάν συμπεριφερθεί αρνητικά. (π.χ. Θα πάρει 5 σακουλάκια τσιπς εάν κάνει κάτι σωστά, ενώ θα χάσει μόνο 1 εάν κάνει κάτι λάθος). Επίσης, οι πιο συχνές (καθημερινές) ευκαιρίες για επιβράβευση βοηθούν περισσότερο από τις αμοιβές που δίνονται για την επιτυχία μακροπρόθεσμων στόχων. 
Προφυλάξεις / προσχέδιο από τους γονείς:
  • Οι γονείς, γνωρίζοντας τα όρια, τις δυνάμεις, και τις αδυναμίες του παιδιού (στο κοινωνικό, μαθησιακό και εκτελεστικό επίπεδο) είναι καλό να προφυλάσσουν το παιδί από καταστάσεις στις οποίες υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εισπράξει αρνητική ενίσχυση, αίσθημα μειονεξίας, και απόρριψη εξαιτίας της συμπεριφοράς του.
Ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων:
  • Η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που οι γονείς παιδιών με ιδιαιτερότητες καλούνται να αντιμετωπίσουν. Η κοινωνικότητα του παιδιού θα καθορίσει τελικά σε μεγάλο βαθμό την αυτοπεποίθησή του, τις φιλίες του, και την προσαρμογή του στη σχολική ζωή. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι κοινωνικές δεξιότητες του παιδιού θα καθορίσουν την επιτυχία του και την προσαρμογή του στη ενήλικη ζωή του. Η έρευνα ξεκάθαρα υποστηρίζει την άποψη ότι η ποιότητα της ζωής ενηλίκων με μαθησιακές δυσκολίες εξαρτάται πρώτα από όλα από τον βαθμό στον οποίο κατάφεραν να αναπτύξουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες, κι όχι από τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις.
Οι γονείς να φροντίζουν τον εαυτό τους:
  • Οι οικογένειες με ένα ή περισσότερα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες συχνά βιώνουν έντονο στρες, συζυγικά προβλήματα, και σοβαρά συναισθηματικά προβλήματα που μπορεί να έχουν την αφετηρία τους στις δυσκολίες και τη συμπεριφορά του παιδιού. Είναι σημαντικό λοιπόν να συνειδητοποιήσουν γρήγορα οι γονείς την επίδραση που μπορεί να έχει η παρουσία του παιδιού στην οικογένεια, και να αρχίσουν να δουλεύουν μ'αυτά τα προβλήματα προληπτικά, με θετικό τρόπο, προτού η ανοχή και η υπομονή τους εξαντληθούν, οπότε η μοναδική τους αντίδραση θα είναι η απογοήτευση, ο θυμός και η αρνητικότητα. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι μαθησιακές δυσκολίες διαρκούν όσο και η ζωή του ατόμου επηρεάζοντας αρνητικά όλες τις πλευρές της, και τα εξελικτικά στάδια της ζωής ιδιαίτερα του παιδιού και του εφήβου. Στην ιδανική περίπτωση, αυτές οι κρυφές αναπηρίες εντοπίζονται, διαγιγνώσκονται και θεραπεύονται. Το παιδί ή ο έφηβος θα χρειαστεί να παραπεμφθεί σε έναν ψυχολόγο στην περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις για συναισθηματικά, κοινωνικά και οικογενειακά προβλήματα, ή ενδείξεις του συνδρόμου ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας.
Η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων προϋποθέτει πάνω από όλα τη συνεχή συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων επαγγελματιών με τους γονείς, των οποίων ο ρόλος είναι καταλυτικός στην ενίσχυση της αυτονομίας και αυτοπεποίθησης των παιδιών τους.
Αν μάλιστα ο όρος "ειδικές ανάγκες" αντικατασταθεί μέσα τους από την φράση "κάθε παιδί έχει την ανάγκη να αισθάνεται ιδιαίτερο" τότε οι γονείς θα γίνουν οι χαρισματικοί εκείνοι ενήλικες που θα μπορούν να βλέπουν τη μοναδική ομορφιά και δύναμη στο παιδί τους προσφέροντας σ'αυτό και στους ίδιους το ακριβότερο δώρο, την χωρίς όρους αποδοχή.

Βασιλειάδης Γρηγόρης
Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)
πηγή: http://www.iatronet.gr

20/10/15

Η σημασία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη του παιδιού!


Το παιχνίδι αποτελεί μια βασική δραστηριότητα στη ζωή του παιδιού. Παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωματική, την ψυχοσυναισθηματική, την κοινωνική και τη γνωστική του ανάπτυξη. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί έχει την δυνατότητα να δράσει ελεύθερα, να ζήσει σε ένα κόσμο φανταστικό που μπορεί να εξουσιάσει, να εκφράσει τα συναισθήματα του, να μάθει τον εαυτό του και τους ανθρώπους γύρω του να εξερευνήσει το περιβάλλον του.
Πιο συγκεκριμένα, το παιχνίδι συμβάλλει στη σωματική ανάπτυξη του παιδιού. Για να μιλήσουμε με ιατρικούς όρους – μπορεί να πεισθείτε πιο εύκολα (!) – με το παιχνίδι η κυκλοφορία του αίματος γίνεται ταχύτερη και ο μεταβολισμός πληρέστερος. Ταυτόχρονα, ενδυναμώνεται το νευρικό σύστημα, ασκείται ο οργανισμός του παιδιού και τελειοποιούνται τα μέλη του σώματος. Βελτιώνεται η μυϊκή δύναμη, η ευκαμψία των αρθρώσεων και του σώματος, η ευλυγισία, η ακρίβεια και η χάρη των κινήσεων, η επιδεξιότητα, η αντοχή στην κόπωση, η ισορροπία κλπ.
Την ίδια στιγμή που συντελούνται όλα αυτά στο σώμα και τον οργανισμό του παιδιού, επηρεάζεται και η πνευματική λειτουργία. Μεγάλοι θεωρητικοί υποστηρίζουν, ότι το παιχνίδι προκαλεί στο παιδί μια πραγματική εσωτερική ανάγκη για άσκηση της νοημοσύνης και της περιέργειάς του. Αναπτύσσει την ικανότητα αναπαράστασης, το συμβολισμό, τη μίμηση και τη φαντασία. Οι λειτουργίες αυτές αναγκάζουν το παιδί να επιστρατεύσει τη μνήμη του για να θυμηθεί και να συνδέσει τα γεγονότα λογικά. Ακόμη, με το παιχνίδι υπάρχει μια σταδιακή μετακίνηση από ασυνείδητες και παρορμητικές πράξεις σε συνειδητές, προμελετημένες πράξεις και ταυτόχρονα εξασκείται και συντελείται η αντιστροφή της ακολουθίας «πράξη – λόγος – σκέψη» σε «σκέψη – λόγος – πράξη».
Επίσης, το παιχνίδι θεωρείται συνυφασμένο με τις διαδικασίες συγκρότησης του εαυτού. Η μετάβαση από το μοναχικό παιχνίδι στο συλλογικό ή στο παιχνίδι με κανόνες, περιγράφει την πορεία από την τοποθέτηση του εαυτού σε υποθετικές καταστάσεις, μέσω της ερμηνείας κοινωνικών ρόλων, έως την τοποθέτηση του εαυτού στη θέση του άλλου με την ταυτόχρονη ερμηνεία του ρόλου του εαυτού. Μέσα από το ομαδικό παιχνίδι, καλλιεργεί ηθικές αξίες όπως την υπομονή στο να περιμένει τη σειρά του, την υποχώρηση όταν δεν μπορεί να έχει αυτό που θέλει, τον σεβασμό προς τους φίλους του, μαθαίνει να συμβιώνει την ώρα του παιχνιδιού μέσα στα όρια που τα ίδια έχουν ορίσει. Μαθαίνει έννοιες όπως η συνεργασία, το μοίρασμα, η αυτοπειθαρχία, η εκτίμηση. Μέσω του ομαδικού παιχνιδιού το παιδί το μαθαίνει να συνυπάρχει αρμονικά με τους άλλους και να βρίσκει τρόπους επίλυσης των διαφορών συγκρούσεων που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Καλείται να αποδεχτεί και να τηρήσει, αφού το αντίθετο θα οδηγήσει σε κάποια «ποινή».
Σημαντική είναι και η επίδραση που ασκεί το παιχνίδι στη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Με την επιτυχία και προβολή που αποκτά το παιδί μέσω του παιχνιδιού, βελτιώνει την εικόνα για τον εαυτό του, ξεπερνά τις αναστολές του, αυξάνει την αυτοπεποίθησή του και αναπτύσσει σεβασμό για την προσωπικότητα των άλλων. Επίσης, το παιχνίδι πολλές φορές λειτουργεί λυτρωτικά σε καταστάσεις της καθημερινότητάς του που το φορτίζουν με στρες, ένταση, θυμό.
Πολλές το παιχνίδι θεωρείται χαμένος χρόνος από τους δασκάλους, τους καθηγητές ή τους γονείς. Στην πραγματικότητα είναι αναπόσπαστο και απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη και τη ζωή του παιδιού. Μάλιστα, η απουσία του παιχνιδιού από τη ζωή του παιδιού, θα μπορούσε να συνδεθεί με φτωχές κινητικές δεξιότητες, χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, μειωμένη ικανότητα διαχείρισης στρεσογόνων καταστάσεων, μειωμένες κοινωνικές δεξιότητες, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε δυσκολίες στη διαχείριση κοινωνικών καταστάσεων, επίλυση συγκρούσεων, θέματα διαφορετικότητας, θέματα αυτοεκτίμησης, θέματα αποτυχίας κλπ.
Έτσι, λοιπόν, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι όχι απλά να επιτρέψουμε στο παιδί να παίζει, αλλά να αφήσουμε τη μαγεία του παιχνιδιού να μας συνεπάρει. Να ζηλέψουμε και να μάθουμε από την απόλαυση και τη λαχτάρα που έχουν τα παιδιά για το παιχνίδι!

Πηγή: www.4disabled.gr